ἀποδυσπετέω: Difference between revisions

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδυσπετέω''': ἀφίσταμαι, ἀπέχομαί τινος ἕνεκεν ἐλλείψεως ὑπομονῆς, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 4· [[περί]] τι Πλούτ. 2. 502Ε· [[πρός]] τι Λουκ. Ρητ. διδ. 3.
|lstext='''ἀποδυσπετέω''': ἀφίσταμαι, ἀπέχομαί τινος ἕνεκεν ἐλλείψεως ὑπομονῆς, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 4· [[περί]] τι Πλούτ. 2. 502Ε· [[πρός]] τι Λουκ. Ρητ. διδ. 3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se décourager, se dégoûter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δυσπετής]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδυσπετέω Medium diacritics: ἀποδυσπετέω Low diacritics: αποδυσπετέω Capitals: ΑΠΟΔΥΣΠΕΤΕΩ
Transliteration A: apodyspetéō Transliteration B: apodyspeteō Transliteration C: apodyspeteo Beta Code: a)poduspete/w

English (LSJ)

   A desist through impatience, Arist.Top.163b19; περὶ αὐτὴν τὴν ἐπιθυμίαν Plu.2.502e; πρός τι Luc.Rh.Pr.3; σχέτλια ἀ. Alciphr.3.74. (πετ-, root of πίπτω.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδυσπετέω: ἀφίσταμαι, ἀπέχομαί τινος ἕνεκεν ἐλλείψεως ὑπομονῆς, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 4· περί τι Πλούτ. 2. 502Ε· πρός τι Λουκ. Ρητ. διδ. 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se décourager, se dégoûter.
Étymologie: ἀπό, δυσπετής.