ἀπόπληκτος: Difference between revisions
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόπληκτος''': -ον, ([[ἀποπλήσσω]]) ὁ παθὼν ἀποπληξίαν. 1) [[ἀπόπληκτος]] κατὰ τὸν νοῦν, ὡς τὸ Λατ. attomitus, [[ἐμβρόντητος]], Ἡρόδ. 2. 173, πρβλ. Σοφ. Φ. 731· οὐχ [[οὕτως]] [[ἄφρων]] οὐδ’ [[ἀπόπληκτος]] Δημ. 561. 10· ἀπ. καὶ παντελῶς μαινόμενος ὁ αὐτ. 912. 10. 2) κατὰ τὸ [[σῶμα]], [[ἀνάπηρος]] καταστάς. Λατ. sideratus, Ἡρόδ. 1. 167, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σκευαῖς» 1· [[ἀπόπληκτος]] [[ἐξαίφνης]] ἐγένετο τὰς γνάθους, «πιάσθηκαν τὰ σαγόνια του», κατέστη [[ἄλαλος]], Ἀριστοφ. Σφ. 948. 3) παρ’ ἰατρ. συγγραφεῦσιν, ὁ ὑπὸ ἀποπληξίας προσβληθείς, Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἢν δὲ ἀπόπληκτον ὁ Ἱπποκράτης εἴπῃ [[σκέλος]] τὸ κατ’ ἴξιν, ὡς νεκρῶδες, τὸ ἀχρεῖον καὶ τὸ ἀναλθὲς θέλει φράσαι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7: - ἀπόπληκτοι, ἀποπληκτικαὶ νόσοι, ἀποπληξίαι, Ἱππ. Ἀφ. 1247. | |lstext='''ἀπόπληκτος''': -ον, ([[ἀποπλήσσω]]) ὁ παθὼν ἀποπληξίαν. 1) [[ἀπόπληκτος]] κατὰ τὸν νοῦν, ὡς τὸ Λατ. attomitus, [[ἐμβρόντητος]], Ἡρόδ. 2. 173, πρβλ. Σοφ. Φ. 731· οὐχ [[οὕτως]] [[ἄφρων]] οὐδ’ [[ἀπόπληκτος]] Δημ. 561. 10· ἀπ. καὶ παντελῶς μαινόμενος ὁ αὐτ. 912. 10. 2) κατὰ τὸ [[σῶμα]], [[ἀνάπηρος]] καταστάς. Λατ. sideratus, Ἡρόδ. 1. 167, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σκευαῖς» 1· [[ἀπόπληκτος]] [[ἐξαίφνης]] ἐγένετο τὰς γνάθους, «πιάσθηκαν τὰ σαγόνια του», κατέστη [[ἄλαλος]], Ἀριστοφ. Σφ. 948. 3) παρ’ ἰατρ. συγγραφεῦσιν, ὁ ὑπὸ ἀποπληξίας προσβληθείς, Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἢν δὲ ἀπόπληκτον ὁ Ἱπποκράτης εἴπῃ [[σκέλος]] τὸ κατ’ ἴξιν, ὡς νεκρῶδες, τὸ ἀχρεῖον καὶ τὸ ἀναλθὲς θέλει φράσαι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7: - ἀπόπληκτοι, ἀποπληκτικαὶ νόσοι, ἀποπληξίαι, Ἱππ. Ἀφ. 1247. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a l’esprit frappé ; qui a perdu la raison, stupide;<br /><b>2</b> estropié, impotent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποπλήσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἀποπλήσσω)
A disabled by a stroke, 1 in mind, struck dumb, astounded, Hdt.2.173, cf. S.Ph.731; ἀ. ποδί Id.Fr.248; senseless, οὐχ οὕτως ἄφρων οὐδ' ἀ. D.21.143, cf. Men.Epit. 344, Phld.Ir.p.82 W., D.Chr.11.100; ἀ. καὶ παντελῶς μαινόμενος D. 34.16; ὃ νυνὶ ποεῖς ἀ. ἐστι Men.Pk.246; -τότερος μῦθος D.Chr.11.54. 2 in body, paralysed, crippled, Hdt.1.167, Pl.Com.130; ἀ. τὰς γνάθους struck dumb, Ar.V.948. 3 Medic., stricken with paralysis, Hp.Aph.6.57; μέρος paralysed, Id.Flat.13: so σκέλος Id. ap. Aret.SD1.7; ἀπόπληκτοι cases of apoplexy, Id.Aph.3.16.
German (Pape)
[Seite 319] niedergeschlagen, a) vom Schlagfluß getroffen, Her. 1, 167; Medic.; τὰς γνάθους, von Einem, der verstummt, Ar. Vesp. 948. – b) betäubt, bestürzt, Soph. Phil. 721; sinnlos, dumm, Her. 2, 173; neben ἄφρων Dem. 21, 143; Dio Chrys. II, 403. – καὶ παντελῶς μαινόμενος Dem. 34, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπληκτος: -ον, (ἀποπλήσσω) ὁ παθὼν ἀποπληξίαν. 1) ἀπόπληκτος κατὰ τὸν νοῦν, ὡς τὸ Λατ. attomitus, ἐμβρόντητος, Ἡρόδ. 2. 173, πρβλ. Σοφ. Φ. 731· οὐχ οὕτως ἄφρων οὐδ’ ἀπόπληκτος Δημ. 561. 10· ἀπ. καὶ παντελῶς μαινόμενος ὁ αὐτ. 912. 10. 2) κατὰ τὸ σῶμα, ἀνάπηρος καταστάς. Λατ. sideratus, Ἡρόδ. 1. 167, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σκευαῖς» 1· ἀπόπληκτος ἐξαίφνης ἐγένετο τὰς γνάθους, «πιάσθηκαν τὰ σαγόνια του», κατέστη ἄλαλος, Ἀριστοφ. Σφ. 948. 3) παρ’ ἰατρ. συγγραφεῦσιν, ὁ ὑπὸ ἀποπληξίας προσβληθείς, Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἢν δὲ ἀπόπληκτον ὁ Ἱπποκράτης εἴπῃ σκέλος τὸ κατ’ ἴξιν, ὡς νεκρῶδες, τὸ ἀχρεῖον καὶ τὸ ἀναλθὲς θέλει φράσαι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7: - ἀπόπληκτοι, ἀποπληκτικαὶ νόσοι, ἀποπληξίαι, Ἱππ. Ἀφ. 1247.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a l’esprit frappé ; qui a perdu la raison, stupide;
2 estropié, impotent.
Étymologie: ἀποπλήσσω.