μηλολόνθη: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηλολόνθη''': ἡ, ζῳΰφιον χρυσίζον κανθάρῳ ὅμοιον, [[χρυσοκάνθαρος]], κοινῶς «βίσβιζας», Melolonthus aurata, λινόδετον [[ὥσπερ]] μηλολόνθην τοῦ ποδὸς (ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν ἔτι τὰ [[παιδία]] δένοντες αὐτὴν ἐκ τοῦ ποδὸς διὰ κλωστῆς καὶ ἀφίνοντες νὰ πετᾷ εἰς τὸν ἀέρα καὶ νὰ βομβῇ) Ἀριστοφ. Νεφ. 763· ἔχει ἐν ἐλύτρῳ τὰ πτερὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 12· τὸ πτερὸν ἔχει ἐν κολεῷ [[αὐτόθι]] 4. 7, 1· [[μηλολάνθη]] παρὰ [[Πολυδ]]. Θ΄, 122, 124, 125· - ὑποκορ. μηλολόνθιον, τό, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1332. | |lstext='''μηλολόνθη''': ἡ, ζῳΰφιον χρυσίζον κανθάρῳ ὅμοιον, [[χρυσοκάνθαρος]], κοινῶς «βίσβιζας», Melolonthus aurata, λινόδετον [[ὥσπερ]] μηλολόνθην τοῦ ποδὸς (ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν ἔτι τὰ [[παιδία]] δένοντες αὐτὴν ἐκ τοῦ ποδὸς διὰ κλωστῆς καὶ ἀφίνοντες νὰ πετᾷ εἰς τὸν ἀέρα καὶ νὰ βομβῇ) Ἀριστοφ. Νεφ. 763· ἔχει ἐν ἐλύτρῳ τὰ πτερὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 12· τὸ πτερὸν ἔχει ἐν κολεῷ [[αὐτόθι]] 4. 7, 1· [[μηλολάνθη]] παρὰ [[Πολυδ]]. Θ΄, 122, 124, 125· - ὑποκορ. μηλολόνθιον, τό, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1332. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />hanneton, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μῆλον]] ὀλόνθιον « mouton de figue ». | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A cockchafer, Ar.Nu.764, Artem.2.22; ἔχει ἐν ἐλύτρῳ τὰ πτερά Arist.HA490a15,532a23; τὸ πτερὸν ἔχει ἐν κολεῷ ib.531b25: μηλολάνθη, Poll.9.122,124:—Dim. μηλολόνθιον, τό, Sch.Ar.V.1332.
German (Pape)
[Seite 173] ἡ, der Goldkäfer, Arist. H. A. 1, 5; aus Ar. Nubb. 753, ἀποχάλα τὴν φροντίδ' εἰς τὸν ἀέρα λινόδετον ὥςπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, geht hervor, daß er den Knaben wie bei uns der Maikäfer zum Spiele diente; VLL. – Bei Suid. auch eine Blume.
Greek (Liddell-Scott)
μηλολόνθη: ἡ, ζῳΰφιον χρυσίζον κανθάρῳ ὅμοιον, χρυσοκάνθαρος, κοινῶς «βίσβιζας», Melolonthus aurata, λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδὸς (ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν ἔτι τὰ παιδία δένοντες αὐτὴν ἐκ τοῦ ποδὸς διὰ κλωστῆς καὶ ἀφίνοντες νὰ πετᾷ εἰς τὸν ἀέρα καὶ νὰ βομβῇ) Ἀριστοφ. Νεφ. 763· ἔχει ἐν ἐλύτρῳ τὰ πτερὰ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 12· τὸ πτερὸν ἔχει ἐν κολεῷ αὐτόθι 4. 7, 1· μηλολάνθη παρὰ Πολυδ. Θ΄, 122, 124, 125· - ὑποκορ. μηλολόνθιον, τό, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1332.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
hanneton, insecte.
Étymologie: DELG μῆλον ὀλόνθιον « mouton de figue ».