κλωστής: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλωστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κλώθων, κλώστης, Ἐτυμολ. Μέγ. 495. 27. ΙΙ. [[ὕφασμα]], κλωστοῦ... λίνοισι Εὐρ. Τρῳ. 537 (ἐκτὸς ἂν δεχθῶμεν τὴν διόρθωσιν, κλωστοῦ λίνοιο, καθὼς ὁ Σχολ. φαίνεται ἀναγνούς). | |lstext='''κλωστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κλώθων, κλώστης, Ἐτυμολ. Μέγ. 495. 27. ΙΙ. [[ὕφασμα]], κλωστοῦ... λίνοισι Εὐρ. Τρῳ. 537 (ἐκτὸς ἂν δεχθῶμεν τὴν διόρθωσιν, κλωστοῦ λίνοιο, καθὼς ὁ Σχολ. φαίνεται ἀναγνούς). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> fil qui se roule autour du fuseau;<br /><b>2</b> fuseau.<br />'''Étymologie:''' [[κλώθω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, Dor. κλωσ-τάς, ὁ,
A spinner, IG 5(1).209.22 (Sparta), EM495.27. II web, κλωστοῦ . . λίνοισι dub.l. in E.Tr.537 (lyr., leg. κλωστοῦ λίνοιο).
German (Pape)
[Seite 1459] ὁ, der Spinner, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
κλωστής: -οῦ, ὁ, ὁ κλώθων, κλώστης, Ἐτυμολ. Μέγ. 495. 27. ΙΙ. ὕφασμα, κλωστοῦ... λίνοισι Εὐρ. Τρῳ. 537 (ἐκτὸς ἂν δεχθῶμεν τὴν διόρθωσιν, κλωστοῦ λίνοιο, καθὼς ὁ Σχολ. φαίνεται ἀναγνούς).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 fil qui se roule autour du fuseau;
2 fuseau.
Étymologie: κλώθω.