κεραυνόω: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(6_20) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεραυνόω''': πλήττω διὰ κεραυνοῦ, Ἡρόδ. 7. 10, 5, Πλάτ. Συμπ. 190C. ― Παθ., κεραυνωθεὶς Ἡσ. Θ. 859, Πινδ. Ν. 10. 15, Πλάτ., κτλ. II. μεταφορ., =[[καταδικάζω]], Ἀρτεμίδ. 2. 8. | |lstext='''κεραυνόω''': πλήττω διὰ κεραυνοῦ, Ἡρόδ. 7. 10, 5, Πλάτ. Συμπ. 190C. ― Παθ., κεραυνωθεὶς Ἡσ. Θ. 859, Πινδ. Ν. 10. 15, Πλάτ., κτλ. II. μεταφορ., =[[καταδικάζω]], Ἀρτεμίδ. 2. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐκεραύνωσα;<br />frapper de la foudre, foudroyer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
A strike with thunderbolts, Hdt.7.10.έ, Pl.Smp.190c, Phld.Piet.131:—Pass., κεραυνωθείς Hes.Th.859, Pi.N.10.8, cf. Pl.R. 408c, etc. II metaph., = καταδικάζω, Artem.2.9 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1423] mit dem Donnerkeile treffen, erschlagen; γᾶ κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσι Pind. N. 10, 8; Hes. Th. 859; τὰ ὑπερέχοντα ζῷα κεραυνοῖ ὁ θεός Her. 7, 10, 5; τοὺς γίγαντας Plat. Conv. 190 c; Folgde. Nach Artemid. 2, 8 sagte man im gew. Leben κεραυνοῦσθαι von den gerichtlich Verurtheilten.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνόω: πλήττω διὰ κεραυνοῦ, Ἡρόδ. 7. 10, 5, Πλάτ. Συμπ. 190C. ― Παθ., κεραυνωθεὶς Ἡσ. Θ. 859, Πινδ. Ν. 10. 15, Πλάτ., κτλ. II. μεταφορ., =καταδικάζω, Ἀρτεμίδ. 2. 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐκεραύνωσα;
frapper de la foudre, foudroyer, acc..
Étymologie: κεραυνός.