ἐπώδυνος: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπώδῠνος''': -ον, ([[ὀδύνη]]) [[πλήρης]] ὀδύνης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Προγν. 38· τραύματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1205· δάκρυα Πλούτ. 2. 114D· ἀνώμ. συγκρ. -νέστερος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. - Ἐπίρρ. -νως, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 975.
|lstext='''ἐπώδῠνος''': -ον, ([[ὀδύνη]]) [[πλήρης]] ὀδύνης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Προγν. 38· τραύματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1205· δάκρυα Πλούτ. 2. 114D· ἀνώμ. συγκρ. -νέστερος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. - Ἐπίρρ. -νως, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 975.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui cause de la douleur, douloureux;<br /><b>2</b> causé par la douleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὀδύνη]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπώδῠνος Medium diacritics: ἐπώδυνος Low diacritics: επώδυνος Capitals: ΕΠΩΔΥΝΟΣ
Transliteration A: epṓdynos Transliteration B: epōdynos Transliteration C: epodynos Beta Code: e)pw/dunos

English (LSJ)

ον

   A, (ὀδύνη) painful, Hp.VM22, Prog.7 ; τραύματα Ar.Ach.1205 (lyr.); ζωή Ph.2.579 ; δάκρυα Plu.2.114c : irreg. Comp. -νέστερος Hp.Art.49. Adv. -νως Id.Epid.1.26.γ', Ph.1.136.

German (Pape)

[Seite 1015] schmerzlich, schmerzhaft, Hippocr.; τραύματα Ar. Ach. 1203; ἕλκος Nic.; – δάκρυα ἐπώδυνα, durch Schmerzen verursachte Thränen, Plut. consol. ad Apoll. p. 349; – Hippocr. hat das adv. ἐπωδύνως u. den compar. ἐπωδυνέστερον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπώδῠνος: -ον, (ὀδύνη) πλήρης ὀδύνης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Προγν. 38· τραύματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1205· δάκρυα Πλούτ. 2. 114D· ἀνώμ. συγκρ. -νέστερος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. - Ἐπίρρ. -νως, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 975.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui cause de la douleur, douloureux;
2 causé par la douleur.
Étymologie: ἐπί, ὀδύνη.