δειμαλέος: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δειμαλέος''': -α, -ον, [[δειλός]], [[πλήρης]] φόβου, Μόσχ. 2. 20, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 2. ― Ἐπίρρ. –[[λέως]] Χρησμ. Σιβυλ. 1, σ. 176. ΙΙ. [[φοβερός]], ἐμποιῶν φόβον, Βατραχομ. 289, Θέογν. 1124. | |lstext='''δειμαλέος''': -α, -ον, [[δειλός]], [[πλήρης]] φόβου, Μόσχ. 2. 20, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 2. ― Ἐπίρρ. –[[λέως]] Χρησμ. Σιβυλ. 1, σ. 176. ΙΙ. [[φοβερός]], ἐμποιῶν φόβον, Βατραχομ. 289, Θέογν. 1124. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> effrayant;<br /><b>2</b> timide, craintif.<br />'''Étymologie:''' [[δεῖμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A timid, Arist.Phgn. 810a23, Mosch.2.20, Opp.C.1.165. II horrible, fearful, Batr. 287, cj. in Thgn.1128.
German (Pape)
[Seite 537] 1) furchtsam, Mosch. 2, 20, – 2) furchtbar, ὅπλον Batr. 289; Theogn. 1128; Iul. Aeg. 59 (VII, 69).
Greek (Liddell-Scott)
δειμαλέος: -α, -ον, δειλός, πλήρης φόβου, Μόσχ. 2. 20, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 2. ― Ἐπίρρ. –λέως Χρησμ. Σιβυλ. 1, σ. 176. ΙΙ. φοβερός, ἐμποιῶν φόβον, Βατραχομ. 289, Θέογν. 1124.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 effrayant;
2 timide, craintif.
Étymologie: δεῖμα.