ἰξεύτρια: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰξεύτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ἰξευτήρ]], ὡς ἐπίθ. τῆς Τύχης, Λατ. fortuna viscata, Πλούτ. 2. 231F· φέρεται δὲ καὶ ἰξευτηρία (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), [[αὐτόθι]] 281Ε. | |lstext='''ἰξεύτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ἰξευτήρ]], ὡς ἐπίθ. τῆς Τύχης, Λατ. fortuna viscata, Πλούτ. 2. 231F· φέρεται δὲ καὶ ἰξευτηρία (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), [[αὐτόθι]] 281Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας;<br /><i>adj. f;<br />c.</i> [[ἰξευτηρία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, fem. of ἰξευτήρ, epith. of Τύχη, Plu.2.322f:—written ἰξευτηρία, ib.281e (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1255] ἡ (fem. zu ἰξευτήρ), Τύχη, = ἰξευτηρία, Plut. fort. Rom. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἰξευτήρ, ὡς ἐπίθ. τῆς Τύχης, Λατ. fortuna viscata, Πλούτ. 2. 231F· φέρεται δὲ καὶ ἰξευτηρία (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), αὐτόθι 281Ε.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f;
c. ἰξευτηρία.