παράχωμα: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράχωμα''': τό, σωρὸς χώματος χρησιμεύων ὡς [[πρόχωμα]] εἰς τὰ πλάγια διώρυχος ἢ τάφρου, Στράβ. 212, 458. | |lstext='''παράχωμα''': τό, σωρὸς χώματος χρησιμεύων ὡς [[πρόχωμα]] εἰς τὰ πλάγια διώρυχος ἢ τάφρου, Στράβ. 212, 458. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />chaussé élevée auprès, digue.<br />'''Étymologie:''' [[παραχώννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A embankment, dyke, in pl., Str.5.1.5, 10.2.19.
German (Pape)
[Seite 508] τό, daneben aufgeschütteter oder aufgeworfener Damm, Strab. 5, 1, 5 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παράχωμα: τό, σωρὸς χώματος χρησιμεύων ὡς πρόχωμα εἰς τὰ πλάγια διώρυχος ἢ τάφρου, Στράβ. 212, 458.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
chaussé élevée auprès, digue.
Étymologie: παραχώννυμι.