αἰειγενέτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰειγενέτης''': ὁ, ποιητ ἀντὶ τοῦ [[ἀειγενέτης]], Ἰλ. Β. 400, Ὀδ. Β. 432, κ. ἀλλ. (περὶ συνθέτων ἐκ τοῦ [[αἰεί]], τὰ ὁποῖα [[ἐνταῦθα]] παραλείπονται, ἴδε ἐν τῷ τύπῳ ἀει-).
|lstext='''αἰειγενέτης''': ὁ, ποιητ ἀντὶ τοῦ [[ἀειγενέτης]], Ἰλ. Β. 400, Ὀδ. Β. 432, κ. ἀλλ. (περὶ συνθέτων ἐκ τοῦ [[αἰεί]], τὰ ὁποῖα [[ἐνταῦθα]] παραλείπονται, ἴδε ἐν τῷ τύπῳ ἀει-).
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj.</i><br />immortel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀεί]], [[γίγνομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰειγενέτης Medium diacritics: αἰειγενέτης Low diacritics: αιειγενέτης Capitals: ΑΙΕΙΓΕΝΕΤΗΣ
Transliteration A: aieigenétēs Transliteration B: aieigenetēs Transliteration C: aieigenetis Beta Code: ai)eigene/ths

English (LSJ)

ὁ, poet. for ἀειγενέτης, Il.2.400, Od.2.432, al.

Greek (Liddell-Scott)

αἰειγενέτης: ὁ, ποιητ ἀντὶ τοῦ ἀειγενέτης, Ἰλ. Β. 400, Ὀδ. Β. 432, κ. ἀλλ. (περὶ συνθέτων ἐκ τοῦ αἰεί, τὰ ὁποῖα ἐνταῦθα παραλείπονται, ἴδε ἐν τῷ τύπῳ ἀει-).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj.
immortel.
Étymologie: ἀεί, γίγνομαι.