διαγλάφω: Difference between revisions

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαγλάφω''': [[σκάπτω]], [[κοιλαίνω]], εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ’ Ὀδ. Δ. 438· [[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] ἀπαντῶν, δι’ ὃ πιθ. ἡ διάφ. γραφ. διαγνάψασ’.
|lstext='''διαγλάφω''': [[σκάπτω]], [[κοιλαίνω]], εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ’ Ὀδ. Δ. 438· [[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] ἀπαντῶν, δι’ ὃ πιθ. ἡ διάφ. γραφ. διαγνάψασ’.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. part. fém.</i> διαγλάψασα;<br />creuser.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], et γλαφ- cf. [[γλαφυρός]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγλάφω Medium diacritics: διαγλάφω Low diacritics: διαγλάφω Capitals: ΔΙΑΓΛΑΦΩ
Transliteration A: diagláphō Transliteration B: diaglaphō Transliteration C: diaglafo Beta Code: diagla/fw

English (LSJ)

[ᾰ]

   A scoop out, εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ' (v.l. -γνάψ-) Od.4.438.

Greek (Liddell-Scott)

διαγλάφω: σκάπτω, κοιλαίνω, εὐνὰς ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ’ Ὀδ. Δ. 438· οὐδαμοῦ ἄλλοθι ἀπαντῶν, δι’ ὃ πιθ. ἡ διάφ. γραφ. διαγνάψασ’.

French (Bailly abrégé)

ao. part. fém. διαγλάψασα;
creuser.
Étymologie: διά, et γλαφ- cf. γλαφυρός.