δολόω: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δολόω''': ([[δόλος]]) ἐξαπατῶ, διὰ δόλου [[δελεάζω]], [[παγιδεύω]], Ἡσ. Θ. 494, Αἰσχύλ. Ἀγ. 273, 1636· τὸν παῖδα φαρμάκῳ δ. Ἡρόδ. 1. 212· ὗς πλέγμασι δ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28· δολοῦν τινα γάμοις, [[παγιδεύω]], ἀπατῶ, [[παγιδεύω]] διὰ τῆς ἐλπίδος ἢ προσδοκίας γάμου, Εὐρ. Ι. Α. 897. - Παθ., Σοφ. Φ. 1288. ΙΙ. τροποποιῶ, [[μετασχηματίζω]], μορφὴν [[αὐτόθι]] 129· [[νοθεύω]] χρυσόν, [[οἶνον]], κτλ., Λουκ. Ἑρμοτ. 59· βάφω, τὰ ἔρια [[Πολυδ]]. Ζ', 169.
|lstext='''δολόω''': ([[δόλος]]) ἐξαπατῶ, διὰ δόλου [[δελεάζω]], [[παγιδεύω]], Ἡσ. Θ. 494, Αἰσχύλ. Ἀγ. 273, 1636· τὸν παῖδα φαρμάκῳ δ. Ἡρόδ. 1. 212· ὗς πλέγμασι δ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28· δολοῦν τινα γάμοις, [[παγιδεύω]], ἀπατῶ, [[παγιδεύω]] διὰ τῆς ἐλπίδος ἢ προσδοκίας γάμου, Εὐρ. Ι. Α. 897. - Παθ., Σοφ. Φ. 1288. ΙΙ. τροποποιῶ, [[μετασχηματίζω]], μορφὴν [[αὐτόθι]] 129· [[νοθεύω]] χρυσόν, [[οἶνον]], κτλ., Λουκ. Ἑρμοτ. 59· βάφω, τὰ ἔρια [[Πολυδ]]. Ζ', 169.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> tromper;<br /><b>2</b> s’emparer par ruse de, acc.;<br /><b>3</b> falsifier, changer, altérer, acc.;<br /><b>4</b> dissimuler, déguiser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[δόλος]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολόω Medium diacritics: δολόω Low diacritics: δολόω Capitals: ΔΟΛΟΩ
Transliteration A: dolóō Transliteration B: doloō Transliteration C: doloo Beta Code: dolo/w

English (LSJ)

   A beguile, ensnare, take by craft, A.Ag.273, 1636; φαρμάκῳ δ. Hdt.1.212; ὗς πλέγμασι δ. X.Cyr.1.6.28; δολοῦν τινὰ γάμοις beguile by the anticipation of... E.IA898 (anap.):—Med., Leg.Gort.2.36, 44:—Pass., Hes.Th.494, S.Ph.1288.    II disguise, μορφήν ib. 129; adulterate incense, wine, etc., Dsc.1.81, Luc.Herm.59; alloy, Gal.14.48 (Pass.); dye, τὰ ἔρια Poll.7.169.

German (Pape)

[Seite 655] überlisten, betrügen; Hes. Th. 494; μὴ δολωθῇς κέρδεσσι Pind. P. 1, 62; Tragg., wie Μοίρας δολώσας Eur. Alc. 12; Soph. Phil. 1272; ὗς ἀγρίους πλέγμασι, d. i. fangen, Xen. Cyr. 1, 6, 28; vgl. Plut. amat. 14. – Dah. = verfälschen; οἶνον Luc. Hermot. 59; ἔρια, Wolle färben, Poll. 7, 169; sonst von der Schminke. So δολῶσαι μορφήν, die Gestalt verstellen, sich verkleiden, Soph. Phil. 129.

Greek (Liddell-Scott)

δολόω: (δόλος) ἐξαπατῶ, διὰ δόλου δελεάζω, παγιδεύω, Ἡσ. Θ. 494, Αἰσχύλ. Ἀγ. 273, 1636· τὸν παῖδα φαρμάκῳ δ. Ἡρόδ. 1. 212· ὗς πλέγμασι δ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28· δολοῦν τινα γάμοις, παγιδεύω, ἀπατῶ, παγιδεύω διὰ τῆς ἐλπίδος ἢ προσδοκίας γάμου, Εὐρ. Ι. Α. 897. - Παθ., Σοφ. Φ. 1288. ΙΙ. τροποποιῶ, μετασχηματίζω, μορφὴν αὐτόθι 129· νοθεύω χρυσόν, οἶνον, κτλ., Λουκ. Ἑρμοτ. 59· βάφω, τὰ ἔρια Πολυδ. Ζ', 169.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tromper;
2 s’emparer par ruse de, acc.;
3 falsifier, changer, altérer, acc.;
4 dissimuler, déguiser, acc..
Étymologie: δόλος.