ἀχθοφορία: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχθοφορία''': ἡ, τὸ ἀχθοφορεῖν, βαρῶν Πλούτ. 2. 1130D· πᾶσα βαρεῖα [[πίεσις]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829: - [[οὕτως]], ἀχθοφόρημα, τό, Νικήτ. Χρον. 40C· -φορικός, ή, όν, [[κατάλληλος]] πρὸς τὸ φέρειν βάρη ἢ ἀνήκων εἰς ἀχθοφορίαν, Βασίλ. | |lstext='''ἀχθοφορία''': ἡ, τὸ ἀχθοφορεῖν, βαρῶν Πλούτ. 2. 1130D· πᾶσα βαρεῖα [[πίεσις]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829: - [[οὕτως]], ἀχθοφόρημα, τό, Νικήτ. Χρον. 40C· -φορικός, ή, όν, [[κατάλληλος]] πρὸς τὸ φέρειν βάρη ἢ ἀνήκων εἰς ἀχθοφορίαν, Βασίλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de porter un fardeau.<br />'''Étymologie:''' [[ἀχθοφόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A bearing of burdens, βαρῶν Plu.2.1130d (pl.), cf. Luc.Asin.19; μυρμήκων M.Ant.7.3; any heavy pressure, Hp.Art.63.
German (Pape)
[Seite 418] das Lasttragen, Luc. Asin. 19; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχθοφορία: ἡ, τὸ ἀχθοφορεῖν, βαρῶν Πλούτ. 2. 1130D· πᾶσα βαρεῖα πίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829: - οὕτως, ἀχθοφόρημα, τό, Νικήτ. Χρον. 40C· -φορικός, ή, όν, κατάλληλος πρὸς τὸ φέρειν βάρη ἢ ἀνήκων εἰς ἀχθοφορίαν, Βασίλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de porter un fardeau.
Étymologie: ἀχθοφόρος.