φαιδρότης: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαιδρότης''': -ητος, ἡ, [[λαμπρότης]], [[ἀκτινοβολία]], ὀφθαλμῶν [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 199. 2) μεταφορ., [[εὐθυμία]], [[εὔθυμος]] [[διάθεσις]], [[χαρά]], Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 141, Πλούτ.
|lstext='''φαιδρότης''': -ητος, ἡ, [[λαμπρότης]], [[ἀκτινοβολία]], ὀφθαλμῶν [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 199. 2) μεταφορ., [[εὐθυμία]], [[εὔθυμος]] [[διάθεσις]], [[χαρά]], Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 141, Πλούτ.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />doux éclat ; joie, gaîté.<br />'''Étymologie:''' [[φαιδρός]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρότης Medium diacritics: φαιδρότης Low diacritics: φαιδρότης Capitals: ΦΑΙΔΡΟΤΗΣ
Transliteration A: phaidrótēs Transliteration B: phaidrotēs Transliteration C: faidrotis Beta Code: faidro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A brightness, brilliance, ὀφθαλμῶν Poll.6.199; λίθων Lib.Or.11.89, cf. 221.    2 metaph., joyousness, Isoc.15.133, Plu.2.595d.

German (Pape)

[Seite 1250] ητος, ἡ, 1) Reinheit, Klarheit, Glanz. – 2) übertr., Heiterkeit, Fröhlichkeit, Isocr. 15, 133.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότης, ἀκτινοβολία, ὀφθαλμῶν Πολυδ. Ϛ΄, 199. 2) μεταφορ., εὐθυμία, εὔθυμος διάθεσις, χαρά, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 141, Πλούτ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
doux éclat ; joie, gaîté.
Étymologie: φαιδρός.