μυοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυοκτόνος''': -ον, ([[κτείνω]]) = [[μυοφόνος]], Βατραχομυομ. 159· ὁ [[μυοκτόνος]], [[φυτόν]] τι, [[εἶδος]] ἀκονίτου, Νικ. Ἀλεξιφ. 36. 305. | |lstext='''μυοκτόνος''': -ον, ([[κτείνω]]) = [[μυοφόνος]], Βατραχομυομ. 159· ὁ [[μυοκτόνος]], [[φυτόν]] τι, [[εἶδος]] ἀκονίτου, Νικ. Ἀλεξιφ. 36. 305. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui tue les rats.<br />'''Étymologie:''' [[μῦς]], [[κτείνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (κτείνω)
A of mouse-killing, τρόπαιον Batr.159. II Subst. μυοκτόνος, ὁ, = μυοφόνον, Nic. Al.36, 305.
German (Pape)
[Seite 218] Mäuse tödtend; Batrach. 161; ἀκόνιτον, Nic. Al. 36. 305.
Greek (Liddell-Scott)
μυοκτόνος: -ον, (κτείνω) = μυοφόνος, Βατραχομυομ. 159· ὁ μυοκτόνος, φυτόν τι, εἶδος ἀκονίτου, Νικ. Ἀλεξιφ. 36. 305.