ἀπαναλίσκω: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπανᾱλίσκω''': μέλλ. -ανᾱλώσω, πρβλ. Ἀλκίφρονα 3. 47: πρκμ. ἀπανάλωκα Θουκ. 7. 11: ἀόρ. παθ. -ώθην ὁ αὐτ. 7. 30: ὑπερσυντ. ἀπανηλώμην Διόδ. 12. 40: [[καταναλίσκω]] τι ὁλοσχερῶς, καταδαπανῶ, ἔνθ’ ἀνωτ.: ― ὁ [[τύπος]] ἀπαναλόω ἀπαντᾷ παρὰ Τιμ. Λοκρ. 101D κατὰ παθ. μετοχ. ἐνεστ.
|lstext='''ἀπανᾱλίσκω''': μέλλ. -ανᾱλώσω, πρβλ. Ἀλκίφρονα 3. 47: πρκμ. ἀπανάλωκα Θουκ. 7. 11: ἀόρ. παθ. -ώθην ὁ αὐτ. 7. 30: ὑπερσυντ. ἀπανηλώμην Διόδ. 12. 40: [[καταναλίσκω]] τι ὁλοσχερῶς, καταδαπανῶ, ἔνθ’ ἀνωτ.: ― ὁ [[τύπος]] ἀπαναλόω ἀπαντᾷ παρὰ Τιμ. Λοκρ. 101D κατὰ παθ. μετοχ. ἐνεστ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπαναλώσω, <i>ao.</i> ἀπανήλωσα, <i>pf.</i> ἀπανήλωκα;<br />dépenser en pure perte.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀναλίσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰνᾱλίσκω Medium diacritics: ἀπαναλίσκω Low diacritics: απαναλίσκω Capitals: ΑΠΑΝΑΛΙΣΚΩ
Transliteration A: apanalískō Transliteration B: apanaliskō Transliteration C: apanalisko Beta Code: a)panali/skw

English (LSJ)

fut. -ανᾱλώσω, Alciphr.3.47: pf.

   A ἀπανάλωκα Th.7.11: aor. 1 Pass. -ηλώθην ib.30: plpf. ἀπανηλώμην D.S.12.40: pf. -ηλωμένος J.AJ12.9.5:—use quite up, utterly consume, Il.cc.:—part. Pass. ἀπαναλούμενος in Ti.Locr.101d.    II spend from a given sum, IG1.32.26.

German (Pape)

[Seite 278] (s. ἀναλίσκω), ganz verbrauchen, verwenden, ἀπαναλωκυῖα Thuc. 7, 11; απανηλώθη 2, 13; ἀπαναλώθη 7, 30; Tim. Locr. 101 d; Sp., wie Dion. Hal. 4, 43; ἀπανήλωσε Plut. Caes. 55.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπανᾱλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, πρβλ. Ἀλκίφρονα 3. 47: πρκμ. ἀπανάλωκα Θουκ. 7. 11: ἀόρ. παθ. -ώθην ὁ αὐτ. 7. 30: ὑπερσυντ. ἀπανηλώμην Διόδ. 12. 40: καταναλίσκω τι ὁλοσχερῶς, καταδαπανῶ, ἔνθ’ ἀνωτ.: ― ὁ τύπος ἀπαναλόω ἀπαντᾷ παρὰ Τιμ. Λοκρ. 101D κατὰ παθ. μετοχ. ἐνεστ.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπαναλώσω, ao. ἀπανήλωσα, pf. ἀπανήλωκα;
dépenser en pure perte.
Étymologie: ἀπό, ἀναλίσκω.