πίτυρον: Difference between revisions
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πίτῡρον''': τό, ([[πτίσσω]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ φλοιὸς τοῦ σίτου, ἐν τῷ ἑνικ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 4, Διοσκ. 3. 107˙ ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, κ. ἀλλ.˙ ἐν χρήσει εἰς μαγικὰς τελετάς, Δημ. 313. 18, Θεόκρ. 2. 33. 2) [[νόσος]] τις τῆς ἐπιδερμίδος, [[μάλιστα]] τῆς κεφαλῆς, κοινῶς «πιτυρίδα», Λατ. furfures, porrigo, Διοσκ. 2. 114˙ πρβλ. πιτυρίασμα, πιτύρισμα. 3) καθίζημα τῶν οὔρων ὅμοιον πρὸς πίτυρα, Ἱππ. 231. 2˙ οὕτω, ὑποστάσιες πιτυρώδεις ὁ αὐτ. 46. 41, πρβλ. 213C. | |lstext='''πίτῡρον''': τό, ([[πτίσσω]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ φλοιὸς τοῦ σίτου, ἐν τῷ ἑνικ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 4, Διοσκ. 3. 107˙ ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, κ. ἀλλ.˙ ἐν χρήσει εἰς μαγικὰς τελετάς, Δημ. 313. 18, Θεόκρ. 2. 33. 2) [[νόσος]] τις τῆς ἐπιδερμίδος, [[μάλιστα]] τῆς κεφαλῆς, κοινῶς «πιτυρίδα», Λατ. furfures, porrigo, Διοσκ. 2. 114˙ πρβλ. πιτυρίασμα, πιτύρισμα. 3) καθίζημα τῶν οὔρων ὅμοιον πρὸς πίτυρα, Ἱππ. 231. 2˙ οὕτω, ὑποστάσιες πιτυρώδεις ὁ αὐτ. 46. 41, πρβλ. 213C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />son, partie la plus grossière du blé moulu.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πτίσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], τό,
A husks of corn, bran, in sg., Thphr.HP8.4.4, Dsc.2.85.2, Gal.6.481: mostly in pl., Hp.Acut.21, al., PCair.Zen.355.87 (iii B.C.), etc.: used in magical ceremonies, D.18.259, Theoc.2.33. 2 bran-like eruption on the skin, esp. the head, scurf, dandruff, Dsc.1.30. 3 bran-like sediment in urine, Hp.Nat.Hom.14.
German (Pape)
[Seite 622] τό, Kleie, Hülse des gemahlenen od. geschrotenen Getreidekorns, lat. furfur, gew. im, plur.; Hippocr.; Dem. 18, 259; Theophr., Diosc. – Bei Aerzten ein Ausschlag auf dem Kopfe. wie Kleie, der Kleiengrind, Diosc., Erklg von ἄχωρ, B. A. 424.
Greek (Liddell-Scott)
πίτῡρον: τό, (πτίσσω) ὡς καὶ νῦν, ὁ φλοιὸς τοῦ σίτου, ἐν τῷ ἑνικ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 4, Διοσκ. 3. 107˙ ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, κ. ἀλλ.˙ ἐν χρήσει εἰς μαγικὰς τελετάς, Δημ. 313. 18, Θεόκρ. 2. 33. 2) νόσος τις τῆς ἐπιδερμίδος, μάλιστα τῆς κεφαλῆς, κοινῶς «πιτυρίδα», Λατ. furfures, porrigo, Διοσκ. 2. 114˙ πρβλ. πιτυρίασμα, πιτύρισμα. 3) καθίζημα τῶν οὔρων ὅμοιον πρὸς πίτυρα, Ἱππ. 231. 2˙ οὕτω, ὑποστάσιες πιτυρώδεις ὁ αὐτ. 46. 41, πρβλ. 213C.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
son, partie la plus grossière du blé moulu.
Étymologie: cf. πτίσσω.