δυσπαρακολούθητος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπαρᾰκολούθητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρακολουθήσῃ τις, δηλ. [[δυσνόητος]], [[δυσκατάληπτος]], Μένανδ. Ὑποβ. 10, Διον Ἁλ. π.Πομπ. 3. ΙΙ. [[μετὰ]] δυσκολίας ἐννοῶν, [[νωθρός]], Μ.Ἀντων. 5. 5.
|lstext='''δυσπαρᾰκολούθητος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρακολουθήσῃ τις, δηλ. [[δυσνόητος]], [[δυσκατάληπτος]], Μένανδ. Ὑποβ. 10, Διον Ἁλ. π.Πομπ. 3. ΙΙ. [[μετὰ]] δυσκολίας ἐννοῶν, [[νωθρός]], Μ.Ἀντων. 5. 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à suivre, à comprendre;<br /><b>2</b> qui suit <i>ou</i> comprend avec peine.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[παρακολουθέω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαρᾰκολούθητος Medium diacritics: δυσπαρακολούθητος Low diacritics: δυσπαρακολούθητος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΤΟΣ
Transliteration A: dysparakoloúthētos Transliteration B: dysparakolouthētos Transliteration C: dysparakoloythitos Beta Code: dusparakolou/qhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to follow, i. e. hard to understand, Men.490, D.H.Pomp.5, Corn.ND7, J.AJ11.3.10, Arr.Epict.2.12.10.    II Act., hard of understanding, dull, M.Ant.5.5 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 686] 1) dem man schwer folgen kann, schwer zu begreifen, Dion. Hal. iud. Thuc. 9 u. a. Rhett. – 2) schwer folgend, begreifend, M. Anton. 5, 5, im compar., u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαρᾰκολούθητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρακολουθήσῃ τις, δηλ. δυσνόητος, δυσκατάληπτος, Μένανδ. Ὑποβ. 10, Διον Ἁλ. π.Πομπ. 3. ΙΙ. μετὰ δυσκολίας ἐννοῶν, νωθρός, Μ.Ἀντων. 5. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à suivre, à comprendre;
2 qui suit ou comprend avec peine.
Étymologie: δυσ-, παρακολουθέω.