Ἑλικών: Difference between revisions
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἑλῐκών''': -ῶνος, ὁ, [[ὄρος]] ἐν Βοιωτίᾳ περίφημον ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Ἡσ. (Ἔργ. καὶ Ἥμ. 637, Θ. 2. 7, 23) ὡς τὸ κυριώτερον [[ἐνδιαίτημα]] τῶν Μουσῶν· - ὁ Ἑλικὼν νῦν ὀνομάζεται Παλαιοβοῦνι. | |lstext='''Ἑλῐκών''': -ῶνος, ὁ, [[ὄρος]] ἐν Βοιωτίᾳ περίφημον ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Ἡσ. (Ἔργ. καὶ Ἥμ. 637, Θ. 2. 7, 23) ὡς τὸ κυριώτερον [[ἐνδιαίτημα]] τῶν Μουσῶν· - ὁ Ἑλικὼν νῦν ὀνομάζεται Παλαιοβοῦνι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />Hélicon, <i>litt.</i> la montagne tortueuse, <i>mont. de Béotie célèbre par le culte d’Apollon et des Muses</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλιξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
ῶνος, ὁ (Ἐλ- Corinn.Supp.1.29), Helicon, a hill in Boeotia, the seat of the Muses, Hes.Op.639, etc.:—hence Ἑλῐκωνιάδες (sc. παρθένοι), αἱ,
A dwellers on Helicon, i.e. Muses, Pi.Pae.Fr.16.14, I.2.34; Μοῦσαι Hes.Op.658, Th.1, CIG3067.10 (Teos):—also Ἑλῐκωνίδες Νύμφαι S.OT1108 (lyr.); Μοῦσαι E.HF791 (lyr.), IG4.682.13 (Hermione): sg., of a poet's reed-pen, AP9.162. II Ἑλικωνιάς, άδος, ἡ,= ὑάκινθος, Ps.-Dsc.4.62.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλῐκών: -ῶνος, ὁ, ὄρος ἐν Βοιωτίᾳ περίφημον ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Ἡσ. (Ἔργ. καὶ Ἥμ. 637, Θ. 2. 7, 23) ὡς τὸ κυριώτερον ἐνδιαίτημα τῶν Μουσῶν· - ὁ Ἑλικὼν νῦν ὀνομάζεται Παλαιοβοῦνι.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
Hélicon, litt. la montagne tortueuse, mont. de Béotie célèbre par le culte d’Apollon et des Muses.
Étymologie: ἕλιξ.