ψώχω: Difference between revisions
From LSJ
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψώχω''': (ψώω), [[τρίβω]], ψ. τοὺς στάχυας ταῖς χερσὶ Ἐυαγ. κ. Λουκ. Ϛ΄. 1· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ Νικ. Θηρ. 619· - ὑπάρχει μαλακώτερος Ἰωνικ. [[τύπος]] κατα-[[σώχω]], παρ’ Ἡροδ. 4. 75. | |lstext='''ψώχω''': (ψώω), [[τρίβω]], ψ. τοὺς στάχυας ταῖς χερσὶ Ἐυαγ. κ. Λουκ. Ϛ΄. 1· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ Νικ. Θηρ. 619· - ὑπάρχει μαλακώτερος Ἰωνικ. [[τύπος]] κατα-[[σώχω]], παρ’ Ἡροδ. 4. 75. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=broyer, émietter.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
(ψώω)
A rub small, ψ. τοὺς στάχυας ταῖς χερσί Ev.Luc.6.1, cf. Dsc.5.159 (Pass.):—Med., Nic.Th.629, cf. κατα-σώχω.
German (Pape)
[Seite 1406] zerreiben, zermalmen, klein machen, Nic. Ther. 629. – Vgl. σώχω.
Greek (Liddell-Scott)
ψώχω: (ψώω), τρίβω, ψ. τοὺς στάχυας ταῖς χερσὶ Ἐυαγ. κ. Λουκ. Ϛ΄. 1· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ Νικ. Θηρ. 619· - ὑπάρχει μαλακώτερος Ἰωνικ. τύπος κατα-σώχω, παρ’ Ἡροδ. 4. 75.
French (Bailly abrégé)
broyer, émietter.
Étymologie: DELG ψάω.