ἀπόρρυτος: Difference between revisions
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόρρῠτος''': -ον, = [[ἀπόρροος]], ἀπορρέων, [[κρήνη]] Ἡσ. Ἐργ. κ. Ἡμ. 593· ἀπ. [[ὕδωρ]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στάσιμον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. ΙΙ. ὑποκείμενος εἰς ἐκροὴν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[ἐπίρρυτος]], Πλάτ. Τίμ. 43Α· οὐκ [[ἀπόρρυτος]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 7. ΙΙΙ. ἀπ. σταθμά, σταῦλοι ἔχοντες κεκλιμένον τὸ [[ἔδαφος]] [[ὅπως]] καταρρέωσιν αἱ ἀκαθαρσίαι, Ξεν. Ἱππ. 4, 3. | |lstext='''ἀπόρρῠτος''': -ον, = [[ἀπόρροος]], ἀπορρέων, [[κρήνη]] Ἡσ. Ἐργ. κ. Ἡμ. 593· ἀπ. [[ὕδωρ]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στάσιμον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. ΙΙ. ὑποκείμενος εἰς ἐκροὴν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[ἐπίρρυτος]], Πλάτ. Τίμ. 43Α· οὐκ [[ἀπόρρυτος]], ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 7. ΙΙΙ. ἀπ. σταθμά, σταῦλοι ἔχοντες κεκλιμένον τὸ [[ἔδαφος]] [[ὅπως]] καταρρέωσιν αἱ ἀκαθαρσίαι, Ξεν. Ἱππ. 4, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui coule au dehors, qui s’épanche;<br /><b>2</b> sujet à écoulement;<br /><b>3</b> qui offre un écoulement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπορρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A = ἀπόρροος, running, κρήνη Hes.Op.595; ἀ. ὕδωρ, opp. στάσιμον, Hp.Aer.7. II subject to efflux, opp. ἐπίρρυτος, Pl.Ti.43a; οὐκ ἀ., of the sea, Arist.Mete.353b32; having an outflow, πηγή Porph.Sent.44. III ἀ. σταθμά stables with drains or a sloping floor, X.Eq.4.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρρῠτος: -ον, = ἀπόρροος, ἀπορρέων, κρήνη Ἡσ. Ἐργ. κ. Ἡμ. 593· ἀπ. ὕδωρ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στάσιμον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. ΙΙ. ὑποκείμενος εἰς ἐκροὴν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ ἐπίρρυτος, Πλάτ. Τίμ. 43Α· οὐκ ἀπόρρυτος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 7. ΙΙΙ. ἀπ. σταθμά, σταῦλοι ἔχοντες κεκλιμένον τὸ ἔδαφος ὅπως καταρρέωσιν αἱ ἀκαθαρσίαι, Ξεν. Ἱππ. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui coule au dehors, qui s’épanche;
2 sujet à écoulement;
3 qui offre un écoulement.
Étymologie: ἀπορρέω.