τύ: Difference between revisions
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τύ''': Δωρικ. προσωπ. ἀντωνυμ. ὀνομαστ. τοῦ β΄ προσώπου σύ, Πινδ. Π. 2. 105, Ἀριστοφ. Ἀχ. 777. ΙΙ. Δωρ. αἰτ. τῆς αὐτῆς ἀντωνυμ. ἀντὶ σὲ (ὅτε καὶ [[εἶναι]] ἀεὶ ἐγκλιτικόν), [[αὐτόθι]] 730. 1225. | |lstext='''τύ''': Δωρικ. προσωπ. ἀντωνυμ. ὀνομαστ. τοῦ β΄ προσώπου σύ, Πινδ. Π. 2. 105, Ἀριστοφ. Ἀχ. 777. ΙΙ. Δωρ. αἰτ. τῆς αὐτῆς ἀντωνυμ. ἀντὶ σὲ (ὅτε καὶ [[εἶναι]] ἀεὶ ἐγκλιτικόν), [[αὐτόθι]] 730. 1225. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>dor. c.</i> [[σύ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
τυ,
A v. σύ.
German (Pape)
[Seite 1159] dor. statt σύ, Pind.; aber zugleich acc. statt σε, Ar. Ach. 730; dann aber immer enklitisch.
Greek (Liddell-Scott)
τύ: Δωρικ. προσωπ. ἀντωνυμ. ὀνομαστ. τοῦ β΄ προσώπου σύ, Πινδ. Π. 2. 105, Ἀριστοφ. Ἀχ. 777. ΙΙ. Δωρ. αἰτ. τῆς αὐτῆς ἀντωνυμ. ἀντὶ σὲ (ὅτε καὶ εἶναι ἀεὶ ἐγκλιτικόν), αὐτόθι 730. 1225.
French (Bailly abrégé)
dor. c. σύ.