διαφύσσω: Difference between revisions
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαφύσσω''': μέλλ. -ξω, ἀόρ. -ήφῠσα·- ἀντλῶ συνεχῶς, [[οἶνον]] διαφυσσόμενον Ὀδ. Π. 110. ΙΙ. ἀποσπῶ, σπαράττω, πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι Τ. 450· διὰ δ’ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ’ Ἰλ. Ν. 508, Ρ. 315. | |lstext='''διαφύσσω''': μέλλ. -ξω, ἀόρ. -ήφῠσα·- ἀντλῶ συνεχῶς, [[οἶνον]] διαφυσσόμενον Ὀδ. Π. 110. ΙΙ. ἀποσπῶ, σπαράττω, πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι Τ. 450· διὰ δ’ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ’ Ἰλ. Ν. 508, Ρ. 315. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. 3ᵉ sg.</i> [[διήφυσε]];<br /><b>1</b> puiser sans cesse, jusqu’au bout;<br /><b>2</b> enlever, arracher : πολλὸν σαρκὸς ὀδόντι OD un gros morceau de chair avec sa défense <i>en parl. d’un sanglier</i>.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], ἀφυσσω. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
aor. -ήφῠσα,
A draw continually, οἶνον διαφυσσόμενον Od. 16.110. II draw away, tear away, πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι 19.450; διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ' Il.13.508. III draw out, χίμετλα Nic.Th.682.
German (Pape)
[Seite 612] ίἀφύσσω), herausschöpfen; οἶνον διαφυσσόμενον Od. 16, 110; ίσῦς) πολλὸν διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι, riß ein großes Stück Fleisch heraus, 19, 450, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 1 διήφυσεν· ἐξήντλησεν, διέκοψεν; διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε Il. 13, 507.
Greek (Liddell-Scott)
διαφύσσω: μέλλ. -ξω, ἀόρ. -ήφῠσα·- ἀντλῶ συνεχῶς, οἶνον διαφυσσόμενον Ὀδ. Π. 110. ΙΙ. ἀποσπῶ, σπαράττω, πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι Τ. 450· διὰ δ’ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ’ Ἰλ. Ν. 508, Ρ. 315.
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ sg. διήφυσε;
1 puiser sans cesse, jusqu’au bout;
2 enlever, arracher : πολλὸν σαρκὸς ὀδόντι OD un gros morceau de chair avec sa défense en parl. d’un sanglier.
Étymologie: διά, ἀφυσσω.