ἀείφρουρος: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀείφρουρος''': -ον, = ὁ ἀεὶ φρουρῶν, δηλ. [[αἰώνιος]], «ὁ ἀεὶ διαμένων, [[ἀειθαλής]]», Ἡσύχ. ― ἐκ διορθώσ. Πόρσωνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 518 (ἀντὶ [[ἀειφόρος]])· τῷ ἀ. μελιλώτῳ, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς», 1. 7· [[οἴκησις]], ἀείφρ. ἐπὶ τάφου, Σοφ. Ἀντ. 892· πόνοι, Ὀππ. Ἁλ. 4. 189. | |lstext='''ἀείφρουρος''': -ον, = ὁ ἀεὶ φρουρῶν, δηλ. [[αἰώνιος]], «ὁ ἀεὶ διαμένων, [[ἀειθαλής]]», Ἡσύχ. ― ἐκ διορθώσ. Πόρσωνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 518 (ἀντὶ [[ἀειφόρος]])· τῷ ἀ. μελιλώτῳ, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς», 1. 7· [[οἴκησις]], ἀείφρ. ἐπὶ τάφου, Σοφ. Ἀντ. 892· πόνοι, Ὀππ. Ἁλ. 4. 189. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui garde, qui tient enfermé pour toujours.<br />'''Étymologie:''' [[ἀεί]], [[φρουρά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A ever-watching, i.e. everlasting, τῷ ἀ. μελιλώτῳ Cratin.98.7; οἴκησις ἀ., of the grave, S.Ant.892; πόνοι Opp.H.4.189.
German (Pape)
[Seite 41] stets bewachend, gefangen haltend, οἴκησις Soph. Ant. 891, vom Grabe; πόνοι Opp. H. 4, 189; μελίλωτος Cratin. bei Ath. XV, 685 c, perennirend. Hes. erklärt ἀειθαλής aus Soph., s. ἀειφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀείφρουρος: -ον, = ὁ ἀεὶ φρουρῶν, δηλ. αἰώνιος, «ὁ ἀεὶ διαμένων, ἀειθαλής», Ἡσύχ. ― ἐκ διορθώσ. Πόρσωνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 518 (ἀντὶ ἀειφόρος)· τῷ ἀ. μελιλώτῳ, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς», 1. 7· οἴκησις, ἀείφρ. ἐπὶ τάφου, Σοφ. Ἀντ. 892· πόνοι, Ὀππ. Ἁλ. 4. 189.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui garde, qui tient enfermé pour toujours.
Étymologie: ἀεί, φρουρά.