αἰθριάω: Difference between revisions
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰθριάω''': ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα, [[ψυχραίνω]], αἰθριήσας, Ἱππ. 497. ἐν τέλ. ἀλλ’ ἀμέσως κατωτέρω ᾐθριασμένα (ἐκ τοῦ [[αἰθριάζω]]). ΙΙ. ἀμετάβ. εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ἀνέφελος]], [[καθαρός]], ἐπὶ τοῦ στερεώματος, ὡς δ’ ᾐθρίᾱσε, Βαβρ. 45. 9 (Meineke ᾐθρίαζε). | |lstext='''αἰθριάω''': ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα, [[ψυχραίνω]], αἰθριήσας, Ἱππ. 497. ἐν τέλ. ἀλλ’ ἀμέσως κατωτέρω ᾐθριασμένα (ἐκ τοῦ [[αἰθριάζω]]). ΙΙ. ἀμετάβ. εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[ἀνέφελος]], [[καθαρός]], ἐπὶ τοῦ στερεώματος, ὡς δ’ ᾐθρίᾱσε, Βαβρ. 45. 9 (Meineke ᾐθρίαζε). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />exposer en plein air, à la fraîcheur.<br />'''Étymologie:''' [[αἰθρία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
A expose to the air, cool, αἰθριήσας Hp.Morb.3.17; cf.αἰθριάζω. II intr., clear up, of the sky, ὡς δ' ᾐθρίᾱσε Babr.45.9.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθριάω: ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα, ψυχραίνω, αἰθριήσας, Ἱππ. 497. ἐν τέλ. ἀλλ’ ἀμέσως κατωτέρω ᾐθριασμένα (ἐκ τοῦ αἰθριάζω). ΙΙ. ἀμετάβ. εἶμαι ἢ γίνομαι ἀνέφελος, καθαρός, ἐπὶ τοῦ στερεώματος, ὡς δ’ ᾐθρίᾱσε, Βαβρ. 45. 9 (Meineke ᾐθρίαζε).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
exposer en plein air, à la fraîcheur.
Étymologie: αἰθρία.