αἰνόλεκτρος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰνόλεκτρος''': -ον, ὁ εἰς ὀλέθριον γάμον ἐλθών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 713· πρβλ. [[αἰνολεχής]], [[αἰνόγαμος]]. ΙΙ. ὁ φοβερὰν ἔχων κλίνην ἢ κοίτην, περὶ τῶν σπηλαίων τῆς Ἐχίδνης, Λυκόφρ. 1. 354.
|lstext='''αἰνόλεκτρος''': -ον, ὁ εἰς ὀλέθριον γάμον ἐλθών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 713· πρβλ. [[αἰνολεχής]], [[αἰνόγαμος]]. ΙΙ. ὁ φοβερὰν ἔχων κλίνην ἢ κοίτην, περὶ τῶν σπηλαίων τῆς Ἐχίδνης, Λυκόφρ. 1. 354.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à l’hymen funeste.<br />'''Étymologie:''' [[αἰνός]], [[λέκτρον]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνόλεκτρος Medium diacritics: αἰνόλεκτρος Low diacritics: αινόλεκτρος Capitals: ΑΙΝΟΛΕΚΤΡΟΣ
Transliteration A: ainólektros Transliteration B: ainolektros Transliteration C: ainolektros Beta Code: ai)no/lektros

English (LSJ)

ον,

   A fatally wedded, ib.713 (lyr.), Lyc.820.    II with a frightful bed, of the cave of Echidna, Id.1354.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνόλεκτρος: -ον, ὁ εἰς ὀλέθριον γάμον ἐλθών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 713· πρβλ. αἰνολεχής, αἰνόγαμος. ΙΙ. ὁ φοβερὰν ἔχων κλίνην ἢ κοίτην, περὶ τῶν σπηλαίων τῆς Ἐχίδνης, Λυκόφρ. 1. 354.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l’hymen funeste.
Étymologie: αἰνός, λέκτρον.