Αἰτναῖος: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Αἰτναῖος''': -α, -ον, ἐκ τῆς Αἴτνης ἢ ἀνήκων εἰς τὴν Αἴτνην, Πινδ. Π. 3. 121, Ο. 6. 161., Αἰσχύλ. Πρ. 365, κτλ. 2) μεταφ. [[παμμεγέθης]], [[πελώριος]], Εὐρ. Κύκλ. 395: καὶ οὕτω τινὲς ἑρμηνεύουσιν [[ὅταν]] κεῖται ἐπὶ ἵππων, ἀλλὰ [[κάλλιον]] ὁ ἐξ Αἴτνης, δηλ. [[Σικελικός]]· ([[ἐπειδὴ]] οἱ Σικελικοὶ ἵπποι καὶ ἡμίονοι ἦσαν περίφημοι), Σοφ. Ο. Κ. 312· ὡς ἐν παιγνίῳ ἡ [[λέξις]] λέγεται ἐπὶ τῶν κανθάρων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 73· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ καὶ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 347· πρβλ Φώτ. ἐν λ. [[ὄχος]] Ἀκεσταῖος, Πλαῦτ. Mil. Glor. 4. 2, 73. ΙΙ. [[Αἰτναῖος]], ὁ, [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 512. | |lstext='''Αἰτναῖος''': -α, -ον, ἐκ τῆς Αἴτνης ἢ ἀνήκων εἰς τὴν Αἴτνην, Πινδ. Π. 3. 121, Ο. 6. 161., Αἰσχύλ. Πρ. 365, κτλ. 2) μεταφ. [[παμμεγέθης]], [[πελώριος]], Εὐρ. Κύκλ. 395: καὶ οὕτω τινὲς ἑρμηνεύουσιν [[ὅταν]] κεῖται ἐπὶ ἵππων, ἀλλὰ [[κάλλιον]] ὁ ἐξ Αἴτνης, δηλ. [[Σικελικός]]· ([[ἐπειδὴ]] οἱ Σικελικοὶ ἵπποι καὶ ἡμίονοι ἦσαν περίφημοι), Σοφ. Ο. Κ. 312· ὡς ἐν παιγνίῳ ἡ [[λέξις]] λέγεται ἐπὶ τῶν κανθάρων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 73· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ καὶ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 347· πρβλ Φώτ. ἐν λ. [[ὄχος]] Ἀκεσταῖος, Πλαῦτ. Mil. Glor. 4. 2, 73. ΙΙ. [[Αἰτναῖος]], ὁ, [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 512. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> de l’Etna;<br /><b>2</b> grand comme l’Etna, gigantesque;<br /><b>3</b> de la région de l’Etna.<br />'''Étymologie:''' [[Αἴτνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of or belonging to Etna (Αἴτνη), Pi.P.3.69, O.6.96, A.Pr.367, etc.; Sicilian, πῶλος S.OC312; of a beetle, A.Fr.233, Ar. Pax73, S.Ichn.300. II αἰτναῖος, ὁ, sea-fish, Opp.H.1.512.
Greek (Liddell-Scott)
Αἰτναῖος: -α, -ον, ἐκ τῆς Αἴτνης ἢ ἀνήκων εἰς τὴν Αἴτνην, Πινδ. Π. 3. 121, Ο. 6. 161., Αἰσχύλ. Πρ. 365, κτλ. 2) μεταφ. παμμεγέθης, πελώριος, Εὐρ. Κύκλ. 395: καὶ οὕτω τινὲς ἑρμηνεύουσιν ὅταν κεῖται ἐπὶ ἵππων, ἀλλὰ κάλλιον ὁ ἐξ Αἴτνης, δηλ. Σικελικός· (ἐπειδὴ οἱ Σικελικοὶ ἵπποι καὶ ἡμίονοι ἦσαν περίφημοι), Σοφ. Ο. Κ. 312· ὡς ἐν παιγνίῳ ἡ λέξις λέγεται ἐπὶ τῶν κανθάρων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 73· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ καὶ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 347· πρβλ Φώτ. ἐν λ. ὄχος Ἀκεσταῖος, Πλαῦτ. Mil. Glor. 4. 2, 73. ΙΙ. Αἰτναῖος, ὁ, θαλάσσιος ἰχθύς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 512.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 de l’Etna;
2 grand comme l’Etna, gigantesque;
3 de la région de l’Etna.
Étymologie: Αἴτνη.