ἀκρατίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρᾰτίζομαι''': μέλλ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.: (ἄκρᾱτος) = [[πίνω]] ἄκρατον, ἀμιγῆ [[οἶνον]] (merum): [[ἐντεῦθεν]], [[προγευματίζω]], καθ’ ὅσον τὸ πρόγευμα συνίστατο ἐκ τεμαχίου ἄρτου βεβαπτισμένου εἰς ἄκρατον [[οἶνον]], (Ἀθήν. 11C, κἑξ.), Ἀριστοφ. Πλ. 295, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολ., Κάνθαρ. Ἄδηλ. 1: - μετ’ αἰτ., ἀκρ. κοκκύμηλα, [[προγευματίζω]] μὲ δαμάσκηνα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 505α· μικρόν, Ἀριστομ. Ἄδηλ. 1: - μεταφ. μ. γεν. ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας, Φίλων 2. 166.
|lstext='''ἀκρᾰτίζομαι''': μέλλ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.: (ἄκρᾱτος) = [[πίνω]] ἄκρατον, ἀμιγῆ [[οἶνον]] (merum): [[ἐντεῦθεν]], [[προγευματίζω]], καθ’ ὅσον τὸ πρόγευμα συνίστατο ἐκ τεμαχίου ἄρτου βεβαπτισμένου εἰς ἄκρατον [[οἶνον]], (Ἀθήν. 11C, κἑξ.), Ἀριστοφ. Πλ. 295, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολ., Κάνθαρ. Ἄδηλ. 1: - μετ’ αἰτ., ἀκρ. κοκκύμηλα, [[προγευματίζω]] μὲ δαμάσκηνα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 505α· μικρόν, Ἀριστομ. Ἄδηλ. 1: - μεταφ. μ. γεν. ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας, Φίλων 2. 166.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> boire du vin pur ; déjeuner (<i>le petit-déjeuner consistant d’ordinaire en pain trempé dans du vin pur</i>);<br /><b>2</b> prendre, en guise de vin pur, une ration de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρατος]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρᾱτίζομαι Medium diacritics: ἀκρατίζομαι Low diacritics: ακρατίζομαι Capitals: ΑΚΡΑΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: akratízomai Transliteration B: akratizomai Transliteration C: akratizomai Beta Code: a)krati/zomai

English (LSJ)

(ἄκρᾱτος)

   A drink neat wine; hence, breakfast, because this consisted of bread dipped in wine (Ath.1.11c sq.), Ar.Pl. 295, ubi v. Sch., Canthar.8: c. acc., ἀ. κοκκύμηλα to breakfast on plums, Ar.Fr.607; μικρόν Aristomen.14: metaph., c. gen., ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας Ph.2.166:—later in Act. -ίζω, fut. -ιῶ, entertain at breakfast, τοὺς ἐφήβους Inscr.Prien.113.41: metaph., ποτιζέτω καὶ ἀκρατιζέτω ψυχάς Ph.1.103.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρᾰτίζομαι: μέλλ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.: (ἄκρᾱτος) = πίνω ἄκρατον, ἀμιγῆ οἶνον (merum): ἐντεῦθεν, προγευματίζω, καθ’ ὅσον τὸ πρόγευμα συνίστατο ἐκ τεμαχίου ἄρτου βεβαπτισμένου εἰς ἄκρατον οἶνον, (Ἀθήν. 11C, κἑξ.), Ἀριστοφ. Πλ. 295, ἔνθα ἴδε Σχολ., Κάνθαρ. Ἄδηλ. 1: - μετ’ αἰτ., ἀκρ. κοκκύμηλα, προγευματίζω μὲ δαμάσκηνα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 505α· μικρόν, Ἀριστομ. Ἄδηλ. 1: - μεταφ. μ. γεν. ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας, Φίλων 2. 166.

French (Bailly abrégé)

1 boire du vin pur ; déjeuner (le petit-déjeuner consistant d’ordinaire en pain trempé dans du vin pur);
2 prendre, en guise de vin pur, une ration de, gén..
Étymologie: ἄκρατος.