ἁλιερκής: Difference between revisions
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁλιερκής''': -ές, ὁ ἔχων [[ὅρκος]] τὴν θάλασσαν, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιβαλλόμενος, περὶ τῆς Αἰγίνης, Πινδ. Ο. 8.34: - περὶ τοῦ Ἰσθμοῦ, ὁ αὐτ. Ι. 1.10· ἀλ. ὄχθαι, ὁ αὐτ. Π. 1. 34. | |lstext='''ἁλιερκής''': -ές, ὁ ἔχων [[ὅρκος]] τὴν θάλασσαν, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιβαλλόμενος, περὶ τῆς Αἰγίνης, Πινδ. Ο. 8.34: - περὶ τοῦ Ἰσθμοῦ, ὁ αὐτ. Ι. 1.10· ἀλ. ὄχθαι, ὁ αὐτ. Π. 1. 34. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />enfermé par la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ἕρκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A sea-fenced, sea-girt, of Aegina, Pi.O.8.25; of the Isthmus, Id.I.1.9; ἁ. ὄχθαι Id.P.1.18.
German (Pape)
[Seite 96] ές, meerumzäunt, χώρα Pind. Ol. 8, 25; Ἰσθμοῦ δειράς I. 1, 9; ὄχθη P. 1, 18; γῆ Opp. H. 3, 175.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιερκής: -ές, ὁ ἔχων ὅρκος τὴν θάλασσαν, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιβαλλόμενος, περὶ τῆς Αἰγίνης, Πινδ. Ο. 8.34: - περὶ τοῦ Ἰσθμοῦ, ὁ αὐτ. Ι. 1.10· ἀλ. ὄχθαι, ὁ αὐτ. Π. 1. 34.