ἀλεκτρυών: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλεκτρυών''': [ᾰ], όνος, ὁ, [[ἀλέκτωρ]], gallus gallinaceus, Θέογν. 864, κτλ.· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 9. 14, κτλ.· ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων, καθ’ ἣν ὥραν..., Πλάτ. Συμπ. 223C. ΙΙ. ἡ, = [[ἀλεκτρύαινα]], ἡ [[ὄρνις]], Ἀριστοφ. Νεφ. 663, Ἀποσπ. 237, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Δαιδάλῳ» 1, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 3, κτλ.· πρβλ. [[ἀλέκτωρ]], ἀλεκτορίς.
|lstext='''ἀλεκτρυών''': [ᾰ], όνος, ὁ, [[ἀλέκτωρ]], gallus gallinaceus, Θέογν. 864, κτλ.· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 9. 14, κτλ.· ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων, καθ’ ἣν ὥραν..., Πλάτ. Συμπ. 223C. ΙΙ. ἡ, = [[ἀλεκτρύαινα]], ἡ [[ὄρνις]], Ἀριστοφ. Νεφ. 663, Ἀποσπ. 237, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Δαιδάλῳ» 1, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 3, κτλ.· πρβλ. [[ἀλέκτωρ]], ἀλεκτορίς.
}}
{{bailly
|btext=όνος (ὁ, ἡ)<br />coq, poule, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέκτωρ]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεκτρυών Medium diacritics: ἀλεκτρυών Low diacritics: αλεκτρυών Capitals: ΑΛΕΚΤΡΥΩΝ
Transliteration A: alektryṓn Transliteration B: alektryōn Transliteration C: alektryon Beta Code: a)lektruw/n

English (LSJ)

[ᾰ], όνος, ὁ,

   A cock, Thgn.864, etc., cf. Arist.HA536a28, etc.; ἤδη ἀ. ᾀδόντων at cock-crow, Pl.Smp.223c.    2 ἀ. Νομάς or Νομαδικός guinea-fowl, Luc. Nav.23.    II ἡ, hen, Ar.Nu.663, Fr.185, Pl.Com.19.20, Theopomp. Com.9, etc.

German (Pape)

[Seite 92] όνος, ὁ, Hahn, zuerst bei Theogn. 1096, vgl. Aristonic. Schol. Il. 17, 602; Plat. u. A.; auch ἡ, Henne, Ar. Nub. 662; comic. bei Athen. IX, 373 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτρυών: [ᾰ], όνος, ὁ, ἀλέκτωρ, gallus gallinaceus, Θέογν. 864, κτλ.· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 9. 14, κτλ.· ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων, καθ’ ἣν ὥραν..., Πλάτ. Συμπ. 223C. ΙΙ. ἡ, = ἀλεκτρύαινα, ἡ ὄρνις, Ἀριστοφ. Νεφ. 663, Ἀποσπ. 237, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Δαιδάλῳ» 1, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 3, κτλ.· πρβλ. ἀλέκτωρ, ἀλεκτορίς.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ, ἡ)
coq, poule, oiseau.
Étymologie: ἀλέκτωρ.