ἁλίπλαγκτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλίπλαγκτος''': ον ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν πλανώμενος, ὧ Πάν, Πὰν ἁλίπλαγκτε..., φάνηθι, προσεύχεται ὁ χορὸς τῶν Ἑλλήνων ναυτῶν ἐν Τροίᾳ (οὕτω κατωτέρω ὁ [[Ἀπόλλων]] καλεῖται νὰ ἔλθῃ, Ἰκαρίων [[ὑπὲρ]] πελαγέων), Σοφ. Αἴ. 695· ἐπὶ τοῦ Τρίτωνος Ἀνθ. Π. 6. 65· [[ἔχις]] ἁλ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1033.15· - πρβλ. [[ἁλίπληκτος]].
|lstext='''ἁλίπλαγκτος''': ον ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν πλανώμενος, ὧ Πάν, Πὰν ἁλίπλαγκτε..., φάνηθι, προσεύχεται ὁ χορὸς τῶν Ἑλλήνων ναυτῶν ἐν Τροίᾳ (οὕτω κατωτέρω ὁ [[Ἀπόλλων]] καλεῖται νὰ ἔλθῃ, Ἰκαρίων [[ὑπὲρ]] πελαγέων), Σοφ. Αἴ. 695· ἐπὶ τοῦ Τρίτωνος Ἀνθ. Π. 6. 65· [[ἔχις]] ἁλ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1033.15· - πρβλ. [[ἁλίπληκτος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui erre au bord de la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[πλάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίπλαγκτος Medium diacritics: ἁλίπλαγκτος Low diacritics: αλίπλαγκτος Capitals: ΑΛΙΠΛΑΓΚΤΟΣ
Transliteration A: halíplanktos Transliteration B: haliplanktos Transliteration C: aliplagktos Beta Code: a(li/plagktos

English (LSJ)

ον,

   A sea-roaming, ὦ Π άν, Πὰν ἁλίπλαγκτε . . φάνηθι S.Aj.695; Τρίτων AP6.65 (Paul. Sil.); ἔχις IG2.1660.

German (Pape)

[Seite 97] meerdurchirrend, Τρίτων Paul. Sil. 51 (VI, 65). Bei Ap. Rh. 2, 11 Schiffer, wie Leon. Tar. 25 (VI, 4); Opp. Hal. γενέθλη 1, 439; μάκαρες 4, 582; bei Orph. Arg. πορεία 1302. – Bei Soph. Ai. 680 heißt Pan so, der am Meere herumschweift; 594 aber Σάλαμις, meerumwogt; doch wollen andere ἁλίπλακτος lesen.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίπλαγκτος: ον ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν πλανώμενος, ὧ Πάν, Πὰν ἁλίπλαγκτε..., φάνηθι, προσεύχεται ὁ χορὸς τῶν Ἑλλήνων ναυτῶν ἐν Τροίᾳ (οὕτω κατωτέρω ὁ Ἀπόλλων καλεῖται νὰ ἔλθῃ, Ἰκαρίων ὑπὲρ πελαγέων), Σοφ. Αἴ. 695· ἐπὶ τοῦ Τρίτωνος Ἀνθ. Π. 6. 65· ἔχις ἁλ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1033.15· - πρβλ. ἁλίπληκτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui erre au bord de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, πλάζω.