ἀμοιβηδίς: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμοιβηδίς''': Ἐπίρρ. ([[ἀμοιβή]]) ἀμοιβαίως, ἐξ ἀμοιβῆς, [[ἐναλλάξ]]. Ἰλ. Σ. 506, Ὀδ. Σ. 310· [[ὡσαύτως]] ἀμοιβήδην, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1071, Ὀρφ. Λ. 685 Πρβλ. [[ἀμοιβαδίς]].
|lstext='''ἀμοιβηδίς''': Ἐπίρρ. ([[ἀμοιβή]]) ἀμοιβαίως, ἐξ ἀμοιβῆς, [[ἐναλλάξ]]. Ἰλ. Σ. 506, Ὀδ. Σ. 310· [[ὡσαύτως]] ἀμοιβήδην, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1071, Ὀρφ. Λ. 685 Πρβλ. [[ἀμοιβαδίς]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />alternativement, mutuellement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμοιβή]], -δις.
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοιβηδίς Medium diacritics: ἀμοιβηδίς Low diacritics: αμοιβηδίς Capitals: ΑΜΟΙΒΗΔΙΣ
Transliteration A: amoibēdís Transliteration B: amoibēdis Transliteration C: amoividis Beta Code: a)moibhdi/s

English (LSJ)

Adv., (ἀμοιβή)

   A alternately, in succession, Il.18.506, Od.18.310, h.Cer326.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοιβηδίς: Ἐπίρρ. (ἀμοιβή) ἀμοιβαίως, ἐξ ἀμοιβῆς, ἐναλλάξ. Ἰλ. Σ. 506, Ὀδ. Σ. 310· ὡσαύτως ἀμοιβήδην, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1071, Ὀρφ. Λ. 685 Πρβλ. ἀμοιβαδίς.

French (Bailly abrégé)

adv.
alternativement, mutuellement.
Étymologie: ἀμοιβή, -δις.