ἀμφισβατέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφισβᾰτέω''': [[ἀμφισβητέω]] Ἡρόδ. 9. 74, [[εἶναι]] δὲ γραφὴ τοῦ Γαισφόρδου, ἣν παρεδέχθησαν καὶ ἄλλοι ὡς ὑποστηριζομένην ἐκ τῆς ἀναλογίας τῆς λέξ. [[ἀμφισβασίη]] ἐν 8. 81· ἀλλ’ ἐν 4. 14 πάντα τὰ χειρόγρ. ἐκτὸς ἑνὸς ἔχουσιν ἀμφισβητέειν· - ἀμφισβατέειν [[ὅμως]] ἀναφέρει ὁ Ὠριγένης.
|lstext='''ἀμφισβᾰτέω''': [[ἀμφισβητέω]] Ἡρόδ. 9. 74, [[εἶναι]] δὲ γραφὴ τοῦ Γαισφόρδου, ἣν παρεδέχθησαν καὶ ἄλλοι ὡς ὑποστηριζομένην ἐκ τῆς ἀναλογίας τῆς λέξ. [[ἀμφισβασίη]] ἐν 8. 81· ἀλλ’ ἐν 4. 14 πάντα τὰ χειρόγρ. ἐκτὸς ἑνὸς ἔχουσιν ἀμφισβητέειν· - ἀμφισβατέειν [[ὅμως]] ἀναφέρει ὁ Ὠριγένης.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ion. c.</i> [[ἀμφισβητέω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφισβᾰτέω Medium diacritics: ἀμφισβατέω Low diacritics: αμφισβατέω Capitals: ΑΜΦΙΣΒΑΤΕΩ
Transliteration A: amphisbatéō Transliteration B: amphisbateō Transliteration C: amfisvateo Beta Code: a)mfisbate/w

English (LSJ)

Ion. for ἀμφισβητέω, q. v.

German (Pape)

[Seite 143] für ἀμφισβητέω, wird Her. 9, 74 gelesen, während 4, 14 die gew. Form steht.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφισβᾰτέω: ἀμφισβητέω Ἡρόδ. 9. 74, εἶναι δὲ γραφὴ τοῦ Γαισφόρδου, ἣν παρεδέχθησαν καὶ ἄλλοι ὡς ὑποστηριζομένην ἐκ τῆς ἀναλογίας τῆς λέξ. ἀμφισβασίη ἐν 8. 81· ἀλλ’ ἐν 4. 14 πάντα τὰ χειρόγρ. ἐκτὸς ἑνὸς ἔχουσιν ἀμφισβητέειν· - ἀμφισβατέειν ὅμως ἀναφέρει ὁ Ὠριγένης.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ion. c. ἀμφισβητέω.