ἀναβάδην: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναβάδην''': [βᾰ], ἐπίρρ. ([[ἀναβαίνω]]) ἀναβαίνων, ἀναβαίνων εἰς [[ὕψος]], ἐν ὑψηλοῖς, ὑψηλά: [[ἐντεῦθεν]] ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 399, 410, Πλ. 1123. ἀντίθετον τῷ [[καταβάδην]] (Ἀχ. 411), ἔχειν ἄνω τοὺς πόδας, κεῖσθαι ἐπὶ ἀνακλίντρου, ἐπὶ θηλυπρεποῦς στάσεως, Ἀθήν. 529Α: οὕτω, Σαρδανάπαλλος ἔξαινε πορφύραν, [[ἀναβάδην]] ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Πλουτ. 2. 33 C· ἀλλ’ ὁ Σουΐδας ἑρμηνεύει «ἐφ’ ὑψηλοῦ τόπου καθήμενος· καὶ [[ἀναβάδην]] καθῆσθαι, μετέωρον καθέζεσθαι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[καταβάδην]]·» καὶ ἐκ τοῦ στίχ. 409 αὕτη φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ἡ ἀληθὴς [[ἔννοια]]. Ἀλλ’ ἴδε σημειώσεις Κοραῆ ἐν Ἱπποκρ. π. Ἀέρ. τόμ. Β΄, σ. 229 κἑξ.
|lstext='''ἀναβάδην''': [βᾰ], ἐπίρρ. ([[ἀναβαίνω]]) ἀναβαίνων, ἀναβαίνων εἰς [[ὕψος]], ἐν ὑψηλοῖς, ὑψηλά: [[ἐντεῦθεν]] ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 399, 410, Πλ. 1123. ἀντίθετον τῷ [[καταβάδην]] (Ἀχ. 411), ἔχειν ἄνω τοὺς πόδας, κεῖσθαι ἐπὶ ἀνακλίντρου, ἐπὶ θηλυπρεποῦς στάσεως, Ἀθήν. 529Α: οὕτω, Σαρδανάπαλλος ἔξαινε πορφύραν, [[ἀναβάδην]] ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Πλουτ. 2. 33 C· ἀλλ’ ὁ Σουΐδας ἑρμηνεύει «ἐφ’ ὑψηλοῦ τόπου καθήμενος· καὶ [[ἀναβάδην]] καθῆσθαι, μετέωρον καθέζεσθαι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[καταβάδην]]·» καὶ ἐκ τοῦ στίχ. 409 αὕτη φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ἡ ἀληθὴς [[ἔννοια]]. Ἀλλ’ ἴδε σημειώσεις Κοραῆ ἐν Ἱπποκρ. π. Ἀέρ. τόμ. Β΄, σ. 229 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en montant, en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναβαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβάδην Medium diacritics: ἀναβάδην Low diacritics: αναβάδην Capitals: ΑΝΑΒΑΔΗΝ
Transliteration A: anabádēn Transliteration B: anabadēn Transliteration C: anavadin Beta Code: a)naba/dhn

English (LSJ)

[βᾰ], Adv., (ἀναβαίνω) lit.

   A going up, but usu. with one's feet up, lying down, Ar.Pl.1123, D.Chr.62.6, Plu.2.336c, cf. Ath.12.528f, Poll.3.90; so prob. in Ar.Ach.399,410, but expl. by a Sch. as upstairs.

German (Pape)

[Seite 179] (βαίνω), in die Höhe steigend, in der Höhe sich befindend, Ar. Ach. 374, 385, ἀναβάδην ποιεῖ τραγῳδίαν, Euripides macht oben Tragödien, wo komisch καταβάδην entgeggstzt ist; Pl. 1123 ἀναβάδην ἀναπαύομαι, womit Plut. fort. Al. II, 3 ἀν. καθῆσθαι zu vgl., müßig dasitzen, mit übereinander geschlagenen oder mit hochgelegten u. ausgestreckten Füßen, wie Ath. XII, 529 a vom Sardanapal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβάδην: [βᾰ], ἐπίρρ. (ἀναβαίνω) ἀναβαίνων, ἀναβαίνων εἰς ὕψος, ἐν ὑψηλοῖς, ὑψηλά: ἐντεῦθεν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 399, 410, Πλ. 1123. ἀντίθετον τῷ καταβάδην (Ἀχ. 411), ἔχειν ἄνω τοὺς πόδας, κεῖσθαι ἐπὶ ἀνακλίντρου, ἐπὶ θηλυπρεποῦς στάσεως, Ἀθήν. 529Α: οὕτω, Σαρδανάπαλλος ἔξαινε πορφύραν, ἀναβάδην ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Πλουτ. 2. 33 C· ἀλλ’ ὁ Σουΐδας ἑρμηνεύει «ἐφ’ ὑψηλοῦ τόπου καθήμενος· καὶ ἀναβάδην καθῆσθαι, μετέωρον καθέζεσθαι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ καταβάδην·» καὶ ἐκ τοῦ στίχ. 409 αὕτη φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ἀληθὴς ἔννοια. Ἀλλ’ ἴδε σημειώσεις Κοραῆ ἐν Ἱπποκρ. π. Ἀέρ. τόμ. Β΄, σ. 229 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

adv.
en montant, en haut.
Étymologie: ἀναβαίνω.