ἀναθέω: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναθέω''': [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]], [[ἐπάνω]], ἀναρριχῶμαι δρομαίως, ἐπί δένδρα Αἰλ. Περὶ Ζ. 5. 54, κτλ. 2) ἐπὶ φυτῶν, ἀναδίδω, [[ἀναβλαστάνω]]. II. [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]] [[ὀπίσω]], [[ἐπανέρχομαι]], Πλάτ. Τίμ. 60C | |lstext='''ἀναθέω''': [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]], [[ἐπάνω]], ἀναρριχῶμαι δρομαίως, ἐπί δένδρα Αἰλ. Περὶ Ζ. 5. 54, κτλ. 2) ἐπὶ φυτῶν, ἀναδίδω, [[ἀναβλαστάνω]]. II. [[ἀνατρέχω]], [[τρέχω]] [[ὀπίσω]], [[ἐπανέρχομαι]], Πλάτ. Τίμ. 60C | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> monter vivement (à la surface de l’eau);<br /><b>2</b> grimper.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[θέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
A run up, ἐπὶ δένδρα Ael.NA5.54, etc.: c. acc., τὰ ἀνάντη ib.13.14. 2 of plants, shoot up, ib.2.36; τὸ ὀμιχλῶδες . . ἀναθέον εἰς ὕψος Gal.18(2).178. II run up, rise, Pl.Ti.60c.
German (Pape)
[Seite 188] (s. θέω), zurücklaufen, Plat. Tim. 60 c; hinauflaufen, emporschießen, von Pflanzen, Ael. N. A. 2, 36 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθέω: ἀνατρέχω, τρέχω, ἐπάνω, ἀναρριχῶμαι δρομαίως, ἐπί δένδρα Αἰλ. Περὶ Ζ. 5. 54, κτλ. 2) ἐπὶ φυτῶν, ἀναδίδω, ἀναβλαστάνω. II. ἀνατρέχω, τρέχω ὀπίσω, ἐπανέρχομαι, Πλάτ. Τίμ. 60C
French (Bailly abrégé)
1 monter vivement (à la surface de l’eau);
2 grimper.
Étymologie: ἀνά, θέω.