λιβάζω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐβάζω''': μέλλ. σω, (λιβὰς) = [[λείβω]], ἀφίνω τι νὰ πέσῃ κατὰ σταγόνας, [[σταλάζω]]. ― «λιβάσαν· στάξαν» καὶ λιβάσεις· σοβήσεις· φθαρεῖς» καὶ «λιβάξεις· ἀποφθερεῖ» Ἡσύχ., Φώτ.· ἴδε ἐν λέξ. [[λιβάς]]. ― Μέσ., ῥέω κατὰ σταγόνας, [[στάζω]], Ἀνθ. Π. 9. 258.
|lstext='''λῐβάζω''': μέλλ. σω, (λιβὰς) = [[λείβω]], ἀφίνω τι νὰ πέσῃ κατὰ σταγόνας, [[σταλάζω]]. ― «λιβάσαν· στάξαν» καὶ λιβάσεις· σοβήσεις· φθαρεῖς» καὶ «λιβάξεις· ἀποφθερεῖ» Ἡσύχ., Φώτ.· ἴδε ἐν λέξ. [[λιβάς]]. ― Μέσ., ῥέω κατὰ σταγόνας, [[στάζω]], Ἀνθ. Π. 9. 258.
}}
{{bailly
|btext=épancher, verser goutte à goutte ; <i>Pass.</i> couler goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[λιβάς]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβάζω Medium diacritics: λιβάζω Low diacritics: λιβάζω Capitals: ΛΙΒΑΖΩ
Transliteration A: libázō Transliteration B: libazō Transliteration C: livazo Beta Code: liba/zw

English (LSJ)

   A = λείβω, let fall in drops, Hsch., Phot.:—Med., run out in drops, trickle, AP9.258 (Antiphan. Megalop.).    II γῆ λιβάζουσα land full of pools of water, Poll.1.238.

German (Pape)

[Seite 42] fließen lassen, träufeln, wie λείβω, VLL. – Med. rinnen, fließen, von einer Quelle, ἡ πάρος εὐύδροισι λιβαζομένη προχοῇσι, Antiphan. 7 (IX, 258).

Greek (Liddell-Scott)

λῐβάζω: μέλλ. σω, (λιβὰς) = λείβω, ἀφίνω τι νὰ πέσῃ κατὰ σταγόνας, σταλάζω. ― «λιβάσαν· στάξαν» καὶ λιβάσεις· σοβήσεις· φθαρεῖς» καὶ «λιβάξεις· ἀποφθερεῖ» Ἡσύχ., Φώτ.· ἴδε ἐν λέξ. λιβάς. ― Μέσ., ῥέω κατὰ σταγόνας, στάζω, Ἀνθ. Π. 9. 258.

French (Bailly abrégé)

épancher, verser goutte à goutte ; Pass. couler goutte à goutte.
Étymologie: λιβάς.