ἀμφισβητητικός: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφισβητητικός''': -ή, -όν, [[ἐριστικός]], [[φιλόνεικος]], [[περί]] τι Πλάτ. Πολιτ. 306Α: - ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἀμφισβητεῖν, ὁ αὐτ. Σοφ. 226Α· τὸ -κόν, τὸ [[ἀμφισβήτημα]], [[αὐτόθι]] 225Α.
|lstext='''ἀμφισβητητικός''': -ή, -όν, [[ἐριστικός]], [[φιλόνεικος]], [[περί]] τι Πλάτ. Πολιτ. 306Α: - ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἀμφισβητεῖν, ὁ αὐτ. Σοφ. 226Α· τὸ -κόν, τὸ [[ἀμφισβήτημα]], [[αὐτόθι]] 225Α.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à la controverse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφισβητέω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφισβητητικός Medium diacritics: ἀμφισβητητικός Low diacritics: αμφισβητητικός Capitals: ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: amphisbētētikós Transliteration B: amphisbētētikos Transliteration C: amfisvititikos Beta Code: a)mfisbhthtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fond of disputing, disputatious, contentious, οἱ περὶ λόγους ἀ. Pl.Plt. 306a:—ἡ -κή (sc. τέχνη) art of disputing, Sph.226a; τὸ -κόν argumentation, ib.225b.

German (Pape)

[Seite 144] streitsüchtig, Plat. Polit. 306 a; ἡ -κή, die Kunst zu streiten, zu disputiren, Soph. 226 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφισβητητικός: -ή, -όν, ἐριστικός, φιλόνεικος, περί τι Πλάτ. Πολιτ. 306Α: - ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ ἀμφισβητεῖν, ὁ αὐτ. Σοφ. 226Α· τὸ -κόν, τὸ ἀμφισβήτημα, αὐτόθι 225Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à la controverse.
Étymologie: ἀμφισβητέω.