ἀνάλυσις: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάλῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναλύω]]), [[ἀπαλλαγή]], ἐν οἷς ἀνάλυσίς ἐστιν οὐδεμία κακῶν Σοφ. Ἠλ. 142. 2) [[διάλυσις]], Ἀριστ. Κοσμ. 4. 11, Πλούτ., κτλ.: - ἡ [[διάλυσις]] τοῦ ὅλου εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἀντιτίθεται δὲ ταῖς σημαινούσαις τὸ [[ἐναντίον]] λέξεσι [[γένεσις]], [[σύνθεσις]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 12. 3) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, ἡ ἀναγωγὴ τῶν ἀτελῶν σχημάτων εἰς τὸ ἁπλοῦν ἢ τέλειον, Ἀναλυτ. Πρ. 1. 45, 9. 4) ἡ [[λύσις]] προβλήματός τινος, κτλ., Πλουτ. Ρωμύλ. 12. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) [[ἀναπόδισις]], ὀπισθοδρόμησις, Πλούτ. 2. 76Ε: ἡ [[ἀποχώρησις]], [[ἀναχώρησις]], Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἱ. 19. 4, 1· ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ τοῦ θανάτου· (πρβλ. [[ἀναλύω]] ΙΙΙ.), Ἐπιστολ. πρὸς Τιμ. Β΄, δ΄, 6. | |lstext='''ἀνάλῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἀναλύω]]), [[ἀπαλλαγή]], ἐν οἷς ἀνάλυσίς ἐστιν οὐδεμία κακῶν Σοφ. Ἠλ. 142. 2) [[διάλυσις]], Ἀριστ. Κοσμ. 4. 11, Πλούτ., κτλ.: - ἡ [[διάλυσις]] τοῦ ὅλου εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἀντιτίθεται δὲ ταῖς σημαινούσαις τὸ [[ἐναντίον]] λέξεσι [[γένεσις]], [[σύνθεσις]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 12. 3) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, ἡ ἀναγωγὴ τῶν ἀτελῶν σχημάτων εἰς τὸ ἁπλοῦν ἢ τέλειον, Ἀναλυτ. Πρ. 1. 45, 9. 4) ἡ [[λύσις]] προβλήματός τινος, κτλ., Πλουτ. Ρωμύλ. 12. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) [[ἀναπόδισις]], ὀπισθοδρόμησις, Πλούτ. 2. 76Ε: ἡ [[ἀποχώρησις]], [[ἀναχώρησις]], Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἱ. 19. 4, 1· ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ τοῦ θανάτου· (πρβλ. [[ἀναλύω]] ΙΙΙ.), Ἐπιστολ. πρὸς Τιμ. Β΄, δ΄, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> affranchissement, libération, délivrance ; fin;<br /><b>2</b> dissolution;<br /><b>3</b> solution d’un problème.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναλύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀναλύω)
A loosing, releasing, κακῶν from evils, S.El.142 (lyr.); ὅρκων Timae.23. 2 dissolving, Arist. Mu.394b17, Plu.2.915c (pl.); σώματος, of death, Secund.Sent.19. 3 resolution of a problem by the analysis of its conditions, opp. σύνθεσις, Arist.EN1112b23; esp. in Math., Phld.Acad.Ind.17, Papp.634.11, Procl.in Euc.p.43 F. 4 in the Logic of Arist., reduction of the imperfect figures into the perfect one, APr.51a18, al., Chrysipp.Stoic.2.7. 5 solution of a problem, etc., Plu.Rom.12. II (from Pass.) retrogression, Id.2.76d; retirement, departure, J.AJ19.4.1; death (cf. ἀναλύω 111), 2 Ep.Ti.4.6.
German (Pape)
[Seite 197] ἡ, das Auflösen, die Aufhebung, κακῶν, Befreiung von Uebeln, Soph. El. 140; Lösung einer Schwierigkeit, Plut. Rom. 12, Beantwortung einer Frage. Bei den Philosophen u. Mathematikern, im Ggstz der σύνθεσις, Auflösung in die einfachen Begriffe, Arist. Anal. pr. 1, 45 Eth. 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλῠσις: -εως, ἡ, (ἀναλύω), ἀπαλλαγή, ἐν οἷς ἀνάλυσίς ἐστιν οὐδεμία κακῶν Σοφ. Ἠλ. 142. 2) διάλυσις, Ἀριστ. Κοσμ. 4. 11, Πλούτ., κτλ.: - ἡ διάλυσις τοῦ ὅλου εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἀντιτίθεται δὲ ταῖς σημαινούσαις τὸ ἐναντίον λέξεσι γένεσις, σύνθεσις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 12. 3) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, ἡ ἀναγωγὴ τῶν ἀτελῶν σχημάτων εἰς τὸ ἁπλοῦν ἢ τέλειον, Ἀναλυτ. Πρ. 1. 45, 9. 4) ἡ λύσις προβλήματός τινος, κτλ., Πλουτ. Ρωμύλ. 12. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) ἀναπόδισις, ὀπισθοδρόμησις, Πλούτ. 2. 76Ε: ἡ ἀποχώρησις, ἀναχώρησις, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἱ. 19. 4, 1· ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ τοῦ θανάτου· (πρβλ. ἀναλύω ΙΙΙ.), Ἐπιστολ. πρὸς Τιμ. Β΄, δ΄, 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 affranchissement, libération, délivrance ; fin;
2 dissolution;
3 solution d’un problème.
Étymologie: ἀναλύω.