ἀνάλωτος: Difference between revisions
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάλωτος''': [ᾰλ], ον, (ἀν στερητ., [[ἁλίσκομαι]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυριεύσῃ, ἐπὶ ἐρυμνῶν θέσεων ἢ φρουρίων, Ἡρόδ. 1. 84., 8. 51· ἀλλ’ ἐν Θουκ. 4. 70, [[ἁπλῶς]] ὁ μὴ κυριευθείς, ὁ ἔτι [[ἀπόρθητος]]. 2) ἐπὶ προσώπ., ὁ δι’ ἐπιχειρημάτων [[ἀκατάβλητος]], ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναιρέσῃ, Πλάτ. Θεαίτ. 179C· ἀν. ὑπὸ χρημάτων, [[ἀδωρόληπτος]], ὁ μὴ δεκαζόμενος, Ξεν. Ἀγησ. 8. 8. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀνέφικτος]], διὰ καρτερίας καὶ φιλοπονίας οὐδὲν τῶν ὄντων ἀγαθῶν ἀνάλωτον πέφυκε Δημ. 1412. 23. | |lstext='''ἀνάλωτος''': [ᾰλ], ον, (ἀν στερητ., [[ἁλίσκομαι]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυριεύσῃ, ἐπὶ ἐρυμνῶν θέσεων ἢ φρουρίων, Ἡρόδ. 1. 84., 8. 51· ἀλλ’ ἐν Θουκ. 4. 70, [[ἁπλῶς]] ὁ μὴ κυριευθείς, ὁ ἔτι [[ἀπόρθητος]]. 2) ἐπὶ προσώπ., ὁ δι’ ἐπιχειρημάτων [[ἀκατάβλητος]], ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναιρέσῃ, Πλάτ. Θεαίτ. 179C· ἀν. ὑπὸ χρημάτων, [[ἀδωρόληπτος]], ὁ μὴ δεκαζόμενος, Ξεν. Ἀγησ. 8. 8. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀνέφικτος]], διὰ καρτερίας καὶ φιλοπονίας οὐδὲν τῶν ὄντων ἀγαθῶν ἀνάλωτον πέφυκε Δημ. 1412. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> non pris;<br /><b>II.</b> imprenable (ville) ; <i>p. anal.</i> qu’on ne peut séduire : [[ἀνάλωτος]] ὑπὸ χρημάτων XÉN incorruptible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἁλίσκομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰλ], ον, (ἀ- priv., ἁλίσκομαι)
A not to be taken, impregnable, of strong places or forts, Hdt.1.84, 8.51; οὐδὲν ἀ. ἀρετῇ Chor. in Rev.Phil.1.70: not taken, holding out, Th.4.70. 2 metaph., unassailable, convincing, αἰσθήσεις Pl.Tht.179c; of persons, ἀ. ὑπὸ χρημάτων incorruptible, X.Ages.8.8: c. gen., τῶν Ἀφροδίτης παθῶν Men.Rh.p.416S. 3 of things, unattainable, [D.]61.37.
German (Pape)
[Seite 197] nicht eingenommen, unbezwinglich, Σάρδιες, τεῖχος, Her. 1, 84. 8, 51; Thuc. 4, 170; ὑπὸ χρημάτων, unbestechlich, Plut. Lyc. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλωτος: [ᾰλ], ον, (ἀν στερητ., ἁλίσκομαι) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυριεύσῃ, ἐπὶ ἐρυμνῶν θέσεων ἢ φρουρίων, Ἡρόδ. 1. 84., 8. 51· ἀλλ’ ἐν Θουκ. 4. 70, ἁπλῶς ὁ μὴ κυριευθείς, ὁ ἔτι ἀπόρθητος. 2) ἐπὶ προσώπ., ὁ δι’ ἐπιχειρημάτων ἀκατάβλητος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναιρέσῃ, Πλάτ. Θεαίτ. 179C· ἀν. ὑπὸ χρημάτων, ἀδωρόληπτος, ὁ μὴ δεκαζόμενος, Ξεν. Ἀγησ. 8. 8. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἀνέφικτος, διὰ καρτερίας καὶ φιλοπονίας οὐδὲν τῶν ὄντων ἀγαθῶν ἀνάλωτον πέφυκε Δημ. 1412. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. non pris;
II. imprenable (ville) ; p. anal. qu’on ne peut séduire : ἀνάλωτος ὑπὸ χρημάτων XÉN incorruptible.
Étymologie: ἀ, ἁλίσκομαι.