ἀναπτοέω: Difference between revisions
From LSJ
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναπτοέω''': ποιητ. -πτοιέω, κατατρομάζω τινά, Μόσχ. 2. 23, Ὀππ., κτλ.: ― παθ. κυριεύομαι ὑπὸ τρόμου, [[τρομάζω]], Πλούτ. Πελοπ. 16· εἶμαι ἐν μεγάλῃ ταραχῇ, ὁ αὐτ. 2. 261Α, κτλ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἀν[απ]επτοημένοι· τὰς διανοίας ἀνατετραμμένοι». | |lstext='''ἀναπτοέω''': ποιητ. -πτοιέω, κατατρομάζω τινά, Μόσχ. 2. 23, Ὀππ., κτλ.: ― παθ. κυριεύομαι ὑπὸ τρόμου, [[τρομάζω]], Πλούτ. Πελοπ. 16· εἶμαι ἐν μεγάλῃ ταραχῇ, ὁ αὐτ. 2. 261Α, κτλ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἀν[απ]επτοημένοι· τὰς διανοίας ἀνατετραμμένοι». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῶ;<br />frapper d’étonnement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πτοέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. ἀνα-πτοιέω,
A scare exceedingly, Mosch.2.23, Opp.C. 1.107, etc.:—Pass., to be scared, Plu. Pel.16; to be in great excitement, Id.2.261a, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπτοέω: ποιητ. -πτοιέω, κατατρομάζω τινά, Μόσχ. 2. 23, Ὀππ., κτλ.: ― παθ. κυριεύομαι ὑπὸ τρόμου, τρομάζω, Πλούτ. Πελοπ. 16· εἶμαι ἐν μεγάλῃ ταραχῇ, ὁ αὐτ. 2. 261Α, κτλ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἀν[απ]επτοημένοι· τὰς διανοίας ἀνατετραμμένοι».