ἀναφής: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναφής''': -ες, (ἁφή) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐγγίσῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Πλούτ. 2. 721C, κτλ.: - «[[ἀναφής]]· [[ἄψαυστος]], ὁ μὴ ψηλαφώμενος» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -φῶς Ἰάμβλ. κτλ. <br /><br />ΙΙ. ἐπὶ οἴνου, ὁ μὴ ἔχων γεῦσιν, [[ἀηδής]], [[ἀνούσιος]], [[ἄνοστος]], Πλούτ. 2. 650Β (ἄλλ. [[ἀβαφής]]). | |lstext='''ἀναφής''': -ες, (ἁφή) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐγγίσῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Πλούτ. 2. 721C, κτλ.: - «[[ἀναφής]]· [[ἄψαυστος]], ὁ μὴ ψηλαφώμενος» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -φῶς Ἰάμβλ. κτλ. <br /><br />ΙΙ. ἐπὶ οἴνου, ὁ μὴ ἔχων γεῦσιν, [[ἀηδής]], [[ἀνούσιος]], [[ἄνοστος]], Πλούτ. 2. 650Β (ἄλλ. [[ἀβαφής]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> intangible, impalpable;<br /><b>2</b> qui cède sous la pression, mou.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἅπτω]]¹. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (ἁφή)
A impalpable, Pl.Phdr.247c, Epicur.Ep.1p.6U., Plu.2.721c, etc.; ἀρεταί Ph.1.689. Adv. -φῶς Iamb.Myst.3.31, 5.4, Procl.in Cra.p.37 P., Dam.Pr.339. II of wine, tasteless, insipid, Plu.2.650b (al. ἀβαφής).
German (Pape)
[Seite 213] ές (ἁφή), 1) unberührbar, Plat. Phaedr 247 c; καὶ ἄσαρκοι Luc. V. H. 2, 12. – 2) der Berührung ausweichend, nachgiebig, Plut. Symp. 8, 3, 2, neben ἐπιεικής; ib. 3 neben ἀπαθής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφής: -ες, (ἁφή) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐγγίσῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Πλούτ. 2. 721C, κτλ.: - «ἀναφής· ἄψαυστος, ὁ μὴ ψηλαφώμενος» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -φῶς Ἰάμβλ. κτλ.
ΙΙ. ἐπὶ οἴνου, ὁ μὴ ἔχων γεῦσιν, ἀηδής, ἀνούσιος, ἄνοστος, Πλούτ. 2. 650Β (ἄλλ. ἀβαφής).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 intangible, impalpable;
2 qui cède sous la pression, mou.
Étymologie: ἀ, ἅπτω¹.