ἀνεπίβατος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπίβᾰτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, [[ἄβατος]], [[ἀδιάβατος]], Στράβ. 545: [[ἀπροσπέλαστος]], Πλούτ. 2. 228Β. | |lstext='''ἀνεπίβᾰτος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, [[ἄβατος]], [[ἀδιάβατος]], Στράβ. 545: [[ἀπροσπέλαστος]], Πλούτ. 2. 228Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />inaccessible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐπιβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be climbed, γυμνῷ ποδί Str. 12.3.11; inaccessible, Plu.2.228b.
German (Pape)
[Seite 224] unzugänglich, ἀνεπίβατον ποιεῖν τι, den Zugang zu etwas versperren, Plut. u. D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίβᾰτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἄβατος, ἀδιάβατος, Στράβ. 545: ἀπροσπέλαστος, Πλούτ. 2. 228Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: ἀ, ἐπιβαίνω.