ἀνθυβρίζω: Difference between revisions
From LSJ
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθυβρίζω''': μέλλ. -ίσω, ἀνταποδίδω τὴν ὕβριν, μεταχειρίζομαι καὶ ἐγὼ [[μετὰ]] τρόπου ὑβριστικοῦ, οἱ δὲ Σάμιοι τοὺς αἰχμαλώτους τῶν Ἀθηναίων ἀνθυβρίζοντες ἔστιζον εἰς τὸ [[μέτωπον]] γλαῦκας Πλουτ. Περικλ. 26, κτλ. | |lstext='''ἀνθυβρίζω''': μέλλ. -ίσω, ἀνταποδίδω τὴν ὕβριν, μεταχειρίζομαι καὶ ἐγὼ [[μετὰ]] τρόπου ὑβριστικοῦ, οἱ δὲ Σάμιοι τοὺς αἰχμαλώτους τῶν Ἀθηναίων ἀνθυβρίζοντες ἔστιζον εἰς τὸ [[μέτωπον]] γλαῦκας Πλουτ. Περικλ. 26, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=rendre outrage pour outrage, venger un outrage.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὑβρίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
A abuseone another, abuse inturn, E.Ph.620 (Pass.), Plu. Per.26, Luc.DMeretr.33, etc.
German (Pape)
[Seite 235] dagegen, gegenseitig mißhandeln, beleidigen, Plut. Pericl. 26, oft; Luc. D. Mar. 3. – Pass., Eur. Phoen. 620.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυβρίζω: μέλλ. -ίσω, ἀνταποδίδω τὴν ὕβριν, μεταχειρίζομαι καὶ ἐγὼ μετὰ τρόπου ὑβριστικοῦ, οἱ δὲ Σάμιοι τοὺς αἰχμαλώτους τῶν Ἀθηναίων ἀνθυβρίζοντες ἔστιζον εἰς τὸ μέτωπον γλαῦκας Πλουτ. Περικλ. 26, κτλ.
French (Bailly abrégé)
rendre outrage pour outrage, venger un outrage.
Étymologie: ἀντί, ὑβρίζω.