ἀνατλῆναι: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνατλῆναι''': ἀπαρ. τοῦ ἀνέτλην, ἀόρ. [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει: μέλλ. ἀνατλήσομαι, [[ὑποφέρω]] τι, [[ὑπομένω]], κήδε’ ἀνέτλης Ὀδ. Ξ. 47· ὀϊζύος, ἣν .. ἀνέτλημεν Γ. 104· [[οὐδέ]] τις [[ἄλλος]] ἀνὴρ τάδε φάρμακ’ ἀνέτλη, ὅ ἐ. θὰ ἠδύνατο νὰ ἀντίσχῃ εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ μαγικοῦ τούτου ποτοῦ, Κ. 327· πολύθρηνον αἰῶνα .. ἀνατλᾶσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 716· πατέρα .. οὐκ ἀνέτλατ’ Σοφ. Ο. Κ. 239, κτλ.· πόλλ’ ἀνατλὰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1035· τὴν εἱμαρμένην Πλάτ. Θεαίτ. 169C· τὰ προσήκοντα [[πάθη]] ὁ αὐτ. Γοργ. 525Α· [[μετὰ]] μετοχ., ἀνέτλην μογέουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 6275· - «[[ἀνατλῆναι]], ὑπομεῖναι» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀνατλῆναι''': ἀπαρ. τοῦ ἀνέτλην, ἀόρ. [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει: μέλλ. ἀνατλήσομαι, [[ὑποφέρω]] τι, [[ὑπομένω]], κήδε’ ἀνέτλης Ὀδ. Ξ. 47· ὀϊζύος, ἣν .. ἀνέτλημεν Γ. 104· [[οὐδέ]] τις [[ἄλλος]] ἀνὴρ τάδε φάρμακ’ ἀνέτλη, ὅ ἐ. θὰ ἠδύνατο νὰ ἀντίσχῃ εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ μαγικοῦ τούτου ποτοῦ, Κ. 327· πολύθρηνον αἰῶνα .. ἀνατλᾶσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 716· πατέρα .. οὐκ ἀνέτλατ’ Σοφ. Ο. Κ. 239, κτλ.· πόλλ’ ἀνατλὰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1035· τὴν εἱμαρμένην Πλάτ. Θεαίτ. 169C· τὰ προσήκοντα [[πάθη]] ὁ αὐτ. Γοργ. 525Α· [[μετὰ]] μετοχ., ἀνέτλην μογέουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 6275· - «[[ἀνατλῆναι]], ὑπομεῖναι» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>inf. de l’ao.2</i> [[ἀνέτλην]] (<i>part.</i> [[ἀνάτλας]], <i>f.</i> ἀνατλήσομαι);<br />supporter ; [[οὐκ]] [[ἀνατλῆναι]] SOPH ne pas supporter, avoir horreur de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[τλάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
inf. of ἀνέτλην, aor. with no pres.: fut. ἀνατλήσομαι: also aor. 1 ἀνέτλησα Orac. ap.Lact.Inst.4:—
A bear up against, endure, κήδε' ἀνέτλης Od.14.47; ὀϊζύος ἣν ἀνέτλημεν 3.104; φάρμακ' ἀνέτλη, i.e. resisted the strength of the magic drink, 10.327; πολύθρηνον αἰῶνα . . ἀνατλᾶσα A.Ag.716; πατέρα . . οὐκ ἀνέτλατε S.OC239, etc.; πόλλ' ἀνατλάς Ar.Pax1035; τὴν εἱμαρμένην Pl.Tht.169c; τὰ προσήκοντα πάθη Id.Grg.525a: c. part., ἀνέτλην μογέουσα IG14.1960.
German (Pape)
[Seite 211] fut. ἀνατλήσομαι, aushalten, vertragen, φάρμακα, den Zaubertrank, Od. 10, 327; 14, 47 κήδεα, 3, 104 ὀιζύν, 16, 205 πολλὰ δ' ἀνατλάς v. l. ἀληθείς; πολύθρηνον αἰῶνα Aesch. Ag. 698 u. sonst; auch in Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατλῆναι: ἀπαρ. τοῦ ἀνέτλην, ἀόρ. ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει: μέλλ. ἀνατλήσομαι, ὑποφέρω τι, ὑπομένω, κήδε’ ἀνέτλης Ὀδ. Ξ. 47· ὀϊζύος, ἣν .. ἀνέτλημεν Γ. 104· οὐδέ τις ἄλλος ἀνὴρ τάδε φάρμακ’ ἀνέτλη, ὅ ἐ. θὰ ἠδύνατο νὰ ἀντίσχῃ εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ μαγικοῦ τούτου ποτοῦ, Κ. 327· πολύθρηνον αἰῶνα .. ἀνατλᾶσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 716· πατέρα .. οὐκ ἀνέτλατ’ Σοφ. Ο. Κ. 239, κτλ.· πόλλ’ ἀνατλὰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1035· τὴν εἱμαρμένην Πλάτ. Θεαίτ. 169C· τὰ προσήκοντα πάθη ὁ αὐτ. Γοργ. 525Α· μετὰ μετοχ., ἀνέτλην μογέουσα Συλλ. Ἐπιγρ. 6275· - «ἀνατλῆναι, ὑπομεῖναι» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
inf. de l’ao.2 ἀνέτλην (part. ἀνάτλας, f. ἀνατλήσομαι);
supporter ; οὐκ ἀνατλῆναι SOPH ne pas supporter, avoir horreur de.
Étymologie: ἀνά, τλάω.