ἄνομβρος: Difference between revisions
From LSJ
μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέω → cherish great anticipations, form great projects
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνομβρος''': -ον, στερούμενος ὄμβρων, ἐπὶ χωρῶν, [[ἄνομβρος]] ἡ χώρη καὶ [[ἀκρύσταλλος]] Ἡρόδ. 2. 22., 4. 185. 2) ἃν ἑκατόστομοι βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι, μὴ τρεφόμεναι ὑπὸ τῶν ὑετῶν, Εὐρ. Βάκχ. 406. | |lstext='''ἄνομβρος''': -ον, στερούμενος ὄμβρων, ἐπὶ χωρῶν, [[ἄνομβρος]] ἡ χώρη καὶ [[ἀκρύσταλλος]] Ἡρόδ. 2. 22., 4. 185. 2) ἃν ἑκατόστομοι βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι, μὴ τρεφόμεναι ὑπὸ τῶν ὑετῶν, Εὐρ. Βάκχ. 406. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />sans pluie.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὄμβρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A without rain, of countries, Hdt.2.22, 4.185. 2 ἄ. ῥοαί streams not fed by showers, E.Ba.406.
German (Pape)
[Seite 240] (bei Clem. Al. auch ἀνόμβρως), regenlos, χώρα Her. 4, 185; Eur. Bacch. 406 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνομβρος: -ον, στερούμενος ὄμβρων, ἐπὶ χωρῶν, ἄνομβρος ἡ χώρη καὶ ἀκρύσταλλος Ἡρόδ. 2. 22., 4. 185. 2) ἃν ἑκατόστομοι βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι, μὴ τρεφόμεναι ὑπὸ τῶν ὑετῶν, Εὐρ. Βάκχ. 406.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans pluie.
Étymologie: ἀ, ὄμβρος.