ἄνοικτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνοικτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] οἴκτου ἢ ἐλέους, [[ἀνοικτίρμων]], [[σκληρός]], Εὐρ. Τρῳ. 782, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1022: - Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] ἐλέους, χωρὶς νὰ λυπῆταί τις, νηλέα δὲ γένεθλα ... κεῖται ἀνοίκτως Σοφ. Ο. Τ. 180, Εὐρ. Τρῳ. 751.
|lstext='''ἄνοικτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] οἴκτου ἢ ἐλέους, [[ἀνοικτίρμων]], [[σκληρός]], Εὐρ. Τρῳ. 782, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1022: - Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] ἐλέους, χωρὶς νὰ λυπῆταί τις, νηλέα δὲ γένεθλα ... κεῖται ἀνοίκτως Σοφ. Ο. Τ. 180, Εὐρ. Τρῳ. 751.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />impitoyable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[οἶκτος]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνοικτος Medium diacritics: ἄνοικτος Low diacritics: άνοικτος Capitals: ΑΝΟΙΚΤΟΣ
Transliteration A: ánoiktos Transliteration B: anoiktos Transliteration C: anoiktos Beta Code: a)/noiktos

English (LSJ)

ον,

   A pitiless, ruthless, E.Tr.787, Ar.Th.1022. Adv. -τως without pity, without being pitied, S.OT180, E.Tr.756: also ἀνοίκτρως Ant.Lib.39 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 240] erbarmungslos, unbarmherzig, Ar. Th. 1022; Eur. Troad. 782. – Adv., Soph. O. R. 180.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοικτος: -ον, ὁ ἄνευ οἴκτου ἢ ἐλέους, ἀνοικτίρμων, σκληρός, Εὐρ. Τρῳ. 782, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1022: - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ ἐλέους, χωρὶς νὰ λυπῆταί τις, νηλέα δὲ γένεθλα ... κεῖται ἀνοίκτως Σοφ. Ο. Τ. 180, Εὐρ. Τρῳ. 751.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
impitoyable.
Étymologie: ἀ, οἶκτος.