ἀντικρατέω: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντικρᾰτέω''': κρατῶ ἢ ἔχω τι ἀντὶ ἑτέρου πράγματος, μῆτερ, μητρυιῆς χαλεπὸν τρόπον ἀντικρατοῦσα Ἀνθ. Π. 11. 298. | |lstext='''ἀντικρᾰτέω''': κρατῶ ἢ ἔχω τι ἀντὶ ἑτέρου πράγματος, μῆτερ, μητρυιῆς χαλεπὸν τρόπον ἀντικρατοῦσα Ἀνθ. Π. 11. 298. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être le maître à son tour <i>ou</i> à la place.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[κρατέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
A hold, have instead of something else, AP11.298.
German (Pape)
[Seite 253] dagegen einnehmen, behaupten, Ep. ad. 98 (XI, 298).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικρᾰτέω: κρατῶ ἢ ἔχω τι ἀντὶ ἑτέρου πράγματος, μῆτερ, μητρυιῆς χαλεπὸν τρόπον ἀντικρατοῦσα Ἀνθ. Π. 11. 298.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être le maître à son tour ou à la place.
Étymologie: ἀντί, κρατέω.