ἀνύμφευτος: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνύμφευτος''': -ον, ὁ μὴ νυμφευθείς, [[ἄγαμος]], [[ἀνύμφευτος]] αἰὲν οἰχνῶ, [[ἄγαμος]] ἀεὶ [[περιέρχομαι]], Σοφ. Ἠλ. 165· ματρὸς ἔχοντες ἀν. γονάν; γεννηθέντες ἐξ ὀλεθρίου γάμου τῆς μητρός, ὁ αὐτ. Ἀντ. 980· ἴδε Σχόλ. - Ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ. | |lstext='''ἀνύμφευτος''': -ον, ὁ μὴ νυμφευθείς, [[ἄγαμος]], [[ἀνύμφευτος]] αἰὲν οἰχνῶ, [[ἄγαμος]] ἀεὶ [[περιέρχομαι]], Σοφ. Ἠλ. 165· ματρὸς ἔχοντες ἀν. γονάν; γεννηθέντες ἐξ ὀλεθρίου γάμου τῆς μητρός, ὁ αὐτ. Ἀντ. 980· ἴδε Σχόλ. - Ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non marié;<br /><b>2</b> né hors mariage, illégitime, incestueux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[νυμφεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unwedded, S.El.165 (lyr.); ματρὸς ἔχοντες ἀ. γονάν born of an ill marriage, Id.Ant.980, v. Sch.: transf. of things, κάρηνον (of Zeus), Nonn.D.46.48, cf. 20.155,al.
German (Pape)
[Seite 266] unvermählt, Soph. El. 166; κόραι Lycophr. 1133; von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); – γονή, Geburt aus einer unglücklichen Ehe, Soph. Ant. 966.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνύμφευτος: -ον, ὁ μὴ νυμφευθείς, ἄγαμος, ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ, ἄγαμος ἀεὶ περιέρχομαι, Σοφ. Ἠλ. 165· ματρὸς ἔχοντες ἀν. γονάν; γεννηθέντες ἐξ ὀλεθρίου γάμου τῆς μητρός, ὁ αὐτ. Ἀντ. 980· ἴδε Σχόλ. - Ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non marié;
2 né hors mariage, illégitime, incestueux.
Étymologie: ἀ, νυμφεύω.