εὐαγγελιστής: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐαγγελιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ Φέρων καλὰς ἀγγελίας: 1) κήρυξ τοῦ Εὐαγγελίου, Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 8, Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφέσ. δ΄, 11, π. Τιμόθ. Β΄, δ΄. 5, κτλ. 2) Εὐαγγελιστής, συγγραφεὺς ἑνὸς τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων· περὶ τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν Ματθαίου, Μάρκου, Λουκᾶ καὶ Ἰωάννου. 3) μετωνυμ. = [[εὐαγγέλιον]], Εὐχολόγ. σ. 54.
|lstext='''εὐαγγελιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ Φέρων καλὰς ἀγγελίας: 1) κήρυξ τοῦ Εὐαγγελίου, Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 8, Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφέσ. δ΄, 11, π. Τιμόθ. Β΄, δ΄. 5, κτλ. 2) Εὐαγγελιστής, συγγραφεὺς ἑνὸς τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων· περὶ τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν Ματθαίου, Μάρκου, Λουκᾶ καὶ Ἰωάννου. 3) μετωνυμ. = [[εὐαγγέλιον]], Εὐχολόγ. σ. 54.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> qui annonce de bonnes nouvelles;<br /><b>2</b> qui prêche la bonne nouvelle, évangéliste.<br />'''Étymologie:''' [[εὐαγγελίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαγγελιστής Medium diacritics: εὐαγγελιστής Low diacritics: ευαγγελιστής Capitals: ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: euangelistḗs Transliteration B: euangelistēs Transliteration C: evaggelistis Beta Code: eu)aggelisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A bringer of good tidings: hence, evangelist, preacher of the gospel, Act.Ap.21.8.    II proclaimer of oracular messages, IG12(1).675 (Rhodes).

German (Pape)

[Seite 1054] ὁ, der Verkündiger froher Botschaft, der Evangelist, N. T., K. S.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαγγελιστής: -οῦ, ὁ, ὁ Φέρων καλὰς ἀγγελίας: 1) κήρυξ τοῦ Εὐαγγελίου, Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 8, Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφέσ. δ΄, 11, π. Τιμόθ. Β΄, δ΄. 5, κτλ. 2) Εὐαγγελιστής, συγγραφεὺς ἑνὸς τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων· περὶ τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν Ματθαίου, Μάρκου, Λουκᾶ καὶ Ἰωάννου. 3) μετωνυμ. = εὐαγγέλιον, Εὐχολόγ. σ. 54.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui annonce de bonnes nouvelles;
2 qui prêche la bonne nouvelle, évangéliste.
Étymologie: εὐαγγελίζω.