λοξότης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοξότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, πλαγία διεύθυνσις, πλαγιότης, Στράβ. 90, Πλούτ. 2. 906Β, κτλ. 2) [[σκολιότης]], [[ἀσάφεια]], ἐπὶ χρησμῶν, Πλούτ. 2. 409C. | |lstext='''λοξότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, πλαγία διεύθυνσις, πλαγιότης, Στράβ. 90, Πλούτ. 2. 906Β, κτλ. 2) [[σκολιότης]], [[ἀσάφεια]], ἐπὶ χρησμῶν, Πλούτ. 2. 409C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> direction oblique;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> ambiguïté.<br />'''Étymologie:''' [[λοξός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A obliquity, Str.2.1.37, Placit.5.9.2, Gem.2.24. 2 ambiguity, of oracles, Plu.2.409c.
Greek (Liddell-Scott)
λοξότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, πλαγία διεύθυνσις, πλαγιότης, Στράβ. 90, Πλούτ. 2. 906Β, κτλ. 2) σκολιότης, ἀσάφεια, ἐπὶ χρησμῶν, Πλούτ. 2. 409C.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 direction oblique;
2 fig. ambiguïté.
Étymologie: λοξός.